Ενότητα 7η (324d-326e) - Η διδασκαλία της
αρετής από την οικογένεια και την κοινωνία
Α. Ο «ΛΟΓΟΣ»
ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ.
ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΜΟΙΑΖΕΙ ΠΑΡΑΛΟΓΟ.
1.
Από τον μύθο
στον λόγο .
«Υπάρχει ακόμη μια απορία… αλλά λόγο.»
Ο Πρωταγόρας ως τώρα ανέπτυξε τα επιχειρήματά του και τις σκέψεις του, επιχειρώντας να απαντήσει στην πρώτη απορία- ένσταση του Σωκράτη ότι η αρετή δεν διδάσκεται. Ο σοφιστής χρησιμοποίησε τον μύθο για να δείξει ότι η «η αρετή του πολίτη» ενυπάρχει ως δυνατότητα σε όλους, αφού η αιδώς και η δίκη δόθηκαν σε όλους σύμφωνα με τον μύθο. Όμως είναι απαραίτητη η διδασκαλία και η κατάλληλη αγωγή και εξάσκηση για να αφομοιωθούν. Στη συνέχεια με τη φράση «Υπάρχει ακόμη μία απορία…» ο σοφιστής μας εισάγει στην ανασκευή της δεύτερης απορίας-ένστασης του Σωκράτη ότι οι άριστοι άνδρες, και ως τέτοιους θα εννοήσουμε τους πολιτικούς με το ακέραιο ήθος και τις διαπιστωμένες ικανότητες, δεν μπορούν να διδάξουν ή έστω να μεταγγίσουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή.
Ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι θα εγκαταλείψει τη μέθοδο του μύθου, που χρησιμοποίησε για να απαντήσει στο πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, και θα χρησιμοποιήσει τον λόγο. Ο σοφιστής αποφασίζει να αλλάξει μέθοδο και να περάσει από τη γλώσσα των εμπειρικών αναπαραστάσεων, των συμβολισμών, των αλληγοριών και των ποιητικών εκφράσεων, στη γλώσσα της λογικής, των επιχειρημάτων, των πυκνότερων νοημάτων, των ορθολογικών αποδείξεων, των τεκμηριωμένων στοιχείων και των πραγματικών γεγονότων. Γενικά, η εξέλιξη του διαλόγου και της παρουσίασης του θέματος απαιτεί πια μια περισσότερο ορθολογική οργάνωση και μια διεισδυτικότερη προσέγγιση, ώστε να γίνει και πειστικότερος.
«Υπάρχει ακόμη μια απορία… αλλά λόγο.»
Ο Πρωταγόρας ως τώρα ανέπτυξε τα επιχειρήματά του και τις σκέψεις του, επιχειρώντας να απαντήσει στην πρώτη απορία- ένσταση του Σωκράτη ότι η αρετή δεν διδάσκεται. Ο σοφιστής χρησιμοποίησε τον μύθο για να δείξει ότι η «η αρετή του πολίτη» ενυπάρχει ως δυνατότητα σε όλους, αφού η αιδώς και η δίκη δόθηκαν σε όλους σύμφωνα με τον μύθο. Όμως είναι απαραίτητη η διδασκαλία και η κατάλληλη αγωγή και εξάσκηση για να αφομοιωθούν. Στη συνέχεια με τη φράση «Υπάρχει ακόμη μία απορία…» ο σοφιστής μας εισάγει στην ανασκευή της δεύτερης απορίας-ένστασης του Σωκράτη ότι οι άριστοι άνδρες, και ως τέτοιους θα εννοήσουμε τους πολιτικούς με το ακέραιο ήθος και τις διαπιστωμένες ικανότητες, δεν μπορούν να διδάξουν ή έστω να μεταγγίσουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή.
Ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι θα εγκαταλείψει τη μέθοδο του μύθου, που χρησιμοποίησε για να απαντήσει στο πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, και θα χρησιμοποιήσει τον λόγο. Ο σοφιστής αποφασίζει να αλλάξει μέθοδο και να περάσει από τη γλώσσα των εμπειρικών αναπαραστάσεων, των συμβολισμών, των αλληγοριών και των ποιητικών εκφράσεων, στη γλώσσα της λογικής, των επιχειρημάτων, των πυκνότερων νοημάτων, των ορθολογικών αποδείξεων, των τεκμηριωμένων στοιχείων και των πραγματικών γεγονότων. Γενικά, η εξέλιξη του διαλόγου και της παρουσίασης του θέματος απαιτεί πια μια περισσότερο ορθολογική οργάνωση και μια διεισδυτικότερη προσέγγιση, ώστε να γίνει και πειστικότερος.
2.
Η απάντηση του
Πρωταγόρα
«Σκέψου λοιπόν, (…) Μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
Ο Πρωταγόρας, χρησιμοποιώντας ένα εκτενές επιχείρημα, αναπτύσσει τη συλλογιστική του, για να αποδείξει ότι οι σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες οπωσδήποτε ενδιαφέρονται να διδάξουν την πολιτική τέχνη στα παιδιά τους.
Το επιχείρημα οργανώνεται ως εξής: α) αρχίζει με την προϋπόθεση ότι η αρετή είναι ενιαία και όλοι οι πολίτες μετέχουν σε αυτή, γιατί στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε πόλη. β) συστατικά μέρη της πολιτικής αρετής είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η οσιότητα, τα οποία αποτελούν τους συνεκτικούς δεσμούς για την ύπαρξη της πόλης. γ) για να υπάρξει και να διατηρείται η πόλη χρειάζεται οι άνθρωποι να συνδέονται με την αρετή και τα μέρη της, είτε με τη διδασκαλία είτε με την τιμωρία και τον εξαναγκασμό. δ) όποιος αδυνατεί να δεχτεί και να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στην πολιτική αρετή και τα μέρη της, δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία, εξορίζεται ή θανατώνεται. ε) τέλος, συμπυκνώνοντας τον συλλογισμό του, καταλήγει στη διερώτηση / ρητορικό ερώτημα τι είδους μεγάλοι άνδρες είναι αυτοί που μεριμνούν να διδάξουν στα παιδιά τους όλα τα άλλα και δεν φροντίζουν να τους διδάξουν την πολιτική αρετή, της οποίας η παραμέληση συνεπάγεται εξορία και θάνατο για τον παραβάτη της.
Στον συλλογισμό αυτό ο Πρωταγόρας επικαλείται το ζητούμενο ως δεδομένο και χρησιμοποιεί την αποδεικτέα θέση ως αποδεικτικό λόγο, χρησιμοποιεί δηλαδή το σόφισμα της «λήψης του ζητουμένου». Αναλυτικά, ο Πρωταγόρας επικαλούμενος την κοινή εμπειρία και αντίληψη κάνει την υπόθεση ότι είναι παράλογο οι σπουδαίοι πολιτικοί να θέλουν τα παιδιά τους να εξορίζονται ή να θανατώνονται, γιατί δεν μετέχουν στην πολιτική αρετή και τα μέρη της. Αυτό ακριβώς στη συνέχεια το θεωρεί δεδομένο, απτή πραγματικότητα, την οποία και επικαλείται ως επιχείρημα.
α) «Σκέψου λοιπόν… που έχεις.»
Στο σημείο αυτό, ο Πρωταγόρας επαναλαμβάνει μια θέση που έχει αποδείξει σε προηγούμενες ενότητες, ότι είναι αναγκαίο να κατέχουν όλοι την πολιτική αρετή, προκειμένου να υπάρχουν πόλεις. Και στη συνέχεια, στην ανάλυση της αρετής στα μέρη της, ο Πρωταγόρας θα έχει μία ακόμη ευκαιρία να τονίσει την ανάγκη διατήρησης της συνοχής της πολιτικής κοινωνίας και, κατά συνέπεια, την ανάγκη να εξοικειώνονται όλοι με την πολιτική αρετή ως ενότητα των μερών της, γιατί έτσι καθίσταται εφικτή η ομαλή και αρμονική ζωή στην πολιτική κοινωνία.
β) «Διότι, εάν μεν… όλα μαζί ἀνδρὸς ἀρετήν.»
Ο Πρωταγόρας έχει και πάλι την ευκαιρία να αναφερθεί στο περιεχόμενο της πολιτικής αρετής και τη σημασία της. Συγχρόνως υιοθετεί μια πιο αυστηρή αποδεικτική πορεία, καθώς οδηγείται από το γενικό ή καθολικό στο μερικό. Έτσι, προτάσσει το όλον της αρετής, ότι η αρετή είναι μία και κοινή για όλους τους πολίτες, για να παρουσιάσει τα μέρη της, τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την οσιότητα. Αφού η πολιτική αρετή είναι μία και ενιαία, άριστος και αγαθός άνδρας είναι όποιος συνδυάζει και τα τρία μέρη της ως γνώρισμά του, καθώς φαίνεται αντιφατικό κάποιος να είναι όσιος, αλλά όχι δίκαιος ή φρόνιμος, και αντίστροφα. Μάλιστα, αναφέρεται σ’ αυτή με τον όρο «ἀνδρὸς ἀρετήν», με τον οποίο δηλώνεται η ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής του και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Σ’ αυτή, μόνο οι άνδρες μπορούσαν να συμμετέχουν στα κοινά, ενώ οι γυναίκες είχαν υποδεέστερη θέση, ασχολούνταν μόνο με την οργάνωση του νοικοκυριού και έπρεπε να υπακούουν στον άντρα τους.
γ) «εάν υπάρχει λοιπόν… με την τιμωρία, να βελτιωθεί»
Όπως ο σπουδαίος πολιτικός έτσι και ο απλός πολίτης χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από το ενιαίο της πολιτικής αρετής, για να υπάρξει πόλη και ο ίδιος αρμονικά ενταγμένος μέσα σε αυτή. Προς αυτή την κατεύθυνση προσανατολισμένη η διαπαιδαγώγηση του πολίτη αποβλέπει στο να του εμφυσήσει την αρετή και τα μέρη της, ώστε να ενεργεί κατά τρόπο συμβατό με τον τρόπο ύπαρξης της πόλης. Αν όμως η διαπαιδαγώγηση αστοχεί και αποτυγχάνει, και δεν συμμορφώνεται ο πολίτης στις αρχές της αρετής, τότε επιβάλλονται ποινές, τιμωρίες, κολασμοί, ώστε να εθιστεί, έστω και με αυτό τον τρόπο, στο ενιαίο της αρετής.
δ) «και εάν σε περίπτωση που κάποιος … και μετά την τιμωρία˙»
Παρόλο, όμως, που η καθολικότητα της αρετής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση των πολιτικών κοινωνιών, μερικοί είναι ανεπίδεκτοι και αδυνατούν να οικειωθούν και στοιχειωδώς την αρετή και τα μέρη της. Αυτοί, λοιπόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πρωταγόρα, πρέπει να εκδιώκονται από την πόλη ή ακόμα και να θανατώνονται. Μάλιστα, η εξορία και η δήμευση της περιουσίας θεωρούνταν βαρύτατες ποινές, διότι οδηγούσαν στον συνεχή διασυρμό ολόκληρης της γενιάς. Εδώ παρατηρούμε ότι ο σοφιστής αναφέρει τις ποινές με ανιούσα κλιμάκωση και διαπιστώνουμε αυτό που επισημάναμε και στην 6η ενότητα: η θανατική ποινή επιβάλλεται μόνο ως έσχατο μέσο τιμωρίας, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα και με σκοπό να διαφυλαχθεί η ισορροπία και η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη.
ε) «Για το θέμα αυτό … να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
Τέλος, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Πρωταγόρας είναι το εξής: είναι αδύνατον και παράλογο οι πολιτικοί άνδρες να διδάσκουν στα παιδιά τους άλλα πράγματα, που δεν είναι τόσο σημαντικά, και να μη τους διδάσκουν την πολιτική αρετή, η έλλειψη της οποίας επιφέρει βαρύτατες ποινές (εξορία, δήμευση περιουσιών) ή ακόμα και τον θάνατο.
Καταλήγει ο Πρωταγόρας στη διατύπωση του συμπεράσματός του, που δίνεται και αυτό ρητορικά, με τη μορφή διερώτησης, μετά από μια ρητορική ερώτηση («υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολίτες, προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει;»), εφτά διαδοχικές υποθετικές προτάσεις («εάν …»), που διατυπώνονται με ρητορικό τρόπο και εκλαμβάνονται ως δεδομένες θέσεις, με έντονα στοιχεία προφορικότητας, επαναλήψεις και πλατειασμούς. Επιπλέον στο συμπέρασμα αξιοποιείται ο συλλογισμός «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον», δηλαδή ο λόγος σταδιακά κορυφώνεται καθώς προτάσσει στην αναφορά του το λιγότερο σπουδαίο (πχ. διδασκαλία γλώσσας, αριθμητικής κ.τ.λ.) στο σπουδαιότερο, που εδώ είναι η διδασκαλία της αρετής. Όλοι αυτοί οι εκφραστικοί τρόποι χρησιμοποιούνται πιθανόν για λόγους εντυπωσιασμού ή αποδεικνύουν την αμηχανία και τη δυσκολία του σοφιστή να πείσει τον αντίπαλό του.
Κριτική της απόδειξης του Πρωταγόρα
Το επιχείρημα του Πρωταγόρα δεν κρίνεται ιδιαίτερα πειστικό για τους εξής λόγους:
α. αλλοιώνει τη θέση του Σωκράτη αποδεικνύοντας τελικά μια άποψη που ο ίδιος πιστεύει και θεωρεί δεδομένη,
β. χρησιμοποιεί ρητορική ερώτηση και μια σειρά εφτά διαδοχικών υποθέσεων, από τις οποίες προκύπτει μια θέση που ο ίδιος θεωρεί δεδομένη χωρίς να προσκομίζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία,
γ. χρησιμοποιεί δεοντολογική διατύπωση («πρέπει να μετέχουν, πρέπει να ενεργεί, πρέπει να τον διδάσκουμε και να τον τιμωρούμε, πρέπει να εκδιώκουμε»), η οποία δεν έχει αποδεικτική ισχύ, καθώς αναφέρει τι πρέπει να συμβαίνει και όχι τι συμβαίνει στην πραγματικότητα,
δ. θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, επειδή η πολιτεία επιβάλλει ποινές σε όποιον αδιαφόρησε να την αποκτήσει. Η θέση αυτή, όμως, δεν έχει αποδειχθεί (σόφισμα λήψεως του ζητουμένου).
«Σκέψου λοιπόν, (…) Μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
Ο Πρωταγόρας, χρησιμοποιώντας ένα εκτενές επιχείρημα, αναπτύσσει τη συλλογιστική του, για να αποδείξει ότι οι σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες οπωσδήποτε ενδιαφέρονται να διδάξουν την πολιτική τέχνη στα παιδιά τους.
Το επιχείρημα οργανώνεται ως εξής: α) αρχίζει με την προϋπόθεση ότι η αρετή είναι ενιαία και όλοι οι πολίτες μετέχουν σε αυτή, γιατί στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε πόλη. β) συστατικά μέρη της πολιτικής αρετής είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η οσιότητα, τα οποία αποτελούν τους συνεκτικούς δεσμούς για την ύπαρξη της πόλης. γ) για να υπάρξει και να διατηρείται η πόλη χρειάζεται οι άνθρωποι να συνδέονται με την αρετή και τα μέρη της, είτε με τη διδασκαλία είτε με την τιμωρία και τον εξαναγκασμό. δ) όποιος αδυνατεί να δεχτεί και να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στην πολιτική αρετή και τα μέρη της, δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία, εξορίζεται ή θανατώνεται. ε) τέλος, συμπυκνώνοντας τον συλλογισμό του, καταλήγει στη διερώτηση / ρητορικό ερώτημα τι είδους μεγάλοι άνδρες είναι αυτοί που μεριμνούν να διδάξουν στα παιδιά τους όλα τα άλλα και δεν φροντίζουν να τους διδάξουν την πολιτική αρετή, της οποίας η παραμέληση συνεπάγεται εξορία και θάνατο για τον παραβάτη της.
Στον συλλογισμό αυτό ο Πρωταγόρας επικαλείται το ζητούμενο ως δεδομένο και χρησιμοποιεί την αποδεικτέα θέση ως αποδεικτικό λόγο, χρησιμοποιεί δηλαδή το σόφισμα της «λήψης του ζητουμένου». Αναλυτικά, ο Πρωταγόρας επικαλούμενος την κοινή εμπειρία και αντίληψη κάνει την υπόθεση ότι είναι παράλογο οι σπουδαίοι πολιτικοί να θέλουν τα παιδιά τους να εξορίζονται ή να θανατώνονται, γιατί δεν μετέχουν στην πολιτική αρετή και τα μέρη της. Αυτό ακριβώς στη συνέχεια το θεωρεί δεδομένο, απτή πραγματικότητα, την οποία και επικαλείται ως επιχείρημα.
α) «Σκέψου λοιπόν… που έχεις.»
Στο σημείο αυτό, ο Πρωταγόρας επαναλαμβάνει μια θέση που έχει αποδείξει σε προηγούμενες ενότητες, ότι είναι αναγκαίο να κατέχουν όλοι την πολιτική αρετή, προκειμένου να υπάρχουν πόλεις. Και στη συνέχεια, στην ανάλυση της αρετής στα μέρη της, ο Πρωταγόρας θα έχει μία ακόμη ευκαιρία να τονίσει την ανάγκη διατήρησης της συνοχής της πολιτικής κοινωνίας και, κατά συνέπεια, την ανάγκη να εξοικειώνονται όλοι με την πολιτική αρετή ως ενότητα των μερών της, γιατί έτσι καθίσταται εφικτή η ομαλή και αρμονική ζωή στην πολιτική κοινωνία.
β) «Διότι, εάν μεν… όλα μαζί ἀνδρὸς ἀρετήν.»
Ο Πρωταγόρας έχει και πάλι την ευκαιρία να αναφερθεί στο περιεχόμενο της πολιτικής αρετής και τη σημασία της. Συγχρόνως υιοθετεί μια πιο αυστηρή αποδεικτική πορεία, καθώς οδηγείται από το γενικό ή καθολικό στο μερικό. Έτσι, προτάσσει το όλον της αρετής, ότι η αρετή είναι μία και κοινή για όλους τους πολίτες, για να παρουσιάσει τα μέρη της, τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την οσιότητα. Αφού η πολιτική αρετή είναι μία και ενιαία, άριστος και αγαθός άνδρας είναι όποιος συνδυάζει και τα τρία μέρη της ως γνώρισμά του, καθώς φαίνεται αντιφατικό κάποιος να είναι όσιος, αλλά όχι δίκαιος ή φρόνιμος, και αντίστροφα. Μάλιστα, αναφέρεται σ’ αυτή με τον όρο «ἀνδρὸς ἀρετήν», με τον οποίο δηλώνεται η ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής του και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Σ’ αυτή, μόνο οι άνδρες μπορούσαν να συμμετέχουν στα κοινά, ενώ οι γυναίκες είχαν υποδεέστερη θέση, ασχολούνταν μόνο με την οργάνωση του νοικοκυριού και έπρεπε να υπακούουν στον άντρα τους.
γ) «εάν υπάρχει λοιπόν… με την τιμωρία, να βελτιωθεί»
Όπως ο σπουδαίος πολιτικός έτσι και ο απλός πολίτης χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από το ενιαίο της πολιτικής αρετής, για να υπάρξει πόλη και ο ίδιος αρμονικά ενταγμένος μέσα σε αυτή. Προς αυτή την κατεύθυνση προσανατολισμένη η διαπαιδαγώγηση του πολίτη αποβλέπει στο να του εμφυσήσει την αρετή και τα μέρη της, ώστε να ενεργεί κατά τρόπο συμβατό με τον τρόπο ύπαρξης της πόλης. Αν όμως η διαπαιδαγώγηση αστοχεί και αποτυγχάνει, και δεν συμμορφώνεται ο πολίτης στις αρχές της αρετής, τότε επιβάλλονται ποινές, τιμωρίες, κολασμοί, ώστε να εθιστεί, έστω και με αυτό τον τρόπο, στο ενιαίο της αρετής.
δ) «και εάν σε περίπτωση που κάποιος … και μετά την τιμωρία˙»
Παρόλο, όμως, που η καθολικότητα της αρετής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση των πολιτικών κοινωνιών, μερικοί είναι ανεπίδεκτοι και αδυνατούν να οικειωθούν και στοιχειωδώς την αρετή και τα μέρη της. Αυτοί, λοιπόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πρωταγόρα, πρέπει να εκδιώκονται από την πόλη ή ακόμα και να θανατώνονται. Μάλιστα, η εξορία και η δήμευση της περιουσίας θεωρούνταν βαρύτατες ποινές, διότι οδηγούσαν στον συνεχή διασυρμό ολόκληρης της γενιάς. Εδώ παρατηρούμε ότι ο σοφιστής αναφέρει τις ποινές με ανιούσα κλιμάκωση και διαπιστώνουμε αυτό που επισημάναμε και στην 6η ενότητα: η θανατική ποινή επιβάλλεται μόνο ως έσχατο μέσο τιμωρίας, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα και με σκοπό να διαφυλαχθεί η ισορροπία και η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη.
ε) «Για το θέμα αυτό … να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
Τέλος, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Πρωταγόρας είναι το εξής: είναι αδύνατον και παράλογο οι πολιτικοί άνδρες να διδάσκουν στα παιδιά τους άλλα πράγματα, που δεν είναι τόσο σημαντικά, και να μη τους διδάσκουν την πολιτική αρετή, η έλλειψη της οποίας επιφέρει βαρύτατες ποινές (εξορία, δήμευση περιουσιών) ή ακόμα και τον θάνατο.
Καταλήγει ο Πρωταγόρας στη διατύπωση του συμπεράσματός του, που δίνεται και αυτό ρητορικά, με τη μορφή διερώτησης, μετά από μια ρητορική ερώτηση («υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολίτες, προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει;»), εφτά διαδοχικές υποθετικές προτάσεις («εάν …»), που διατυπώνονται με ρητορικό τρόπο και εκλαμβάνονται ως δεδομένες θέσεις, με έντονα στοιχεία προφορικότητας, επαναλήψεις και πλατειασμούς. Επιπλέον στο συμπέρασμα αξιοποιείται ο συλλογισμός «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον», δηλαδή ο λόγος σταδιακά κορυφώνεται καθώς προτάσσει στην αναφορά του το λιγότερο σπουδαίο (πχ. διδασκαλία γλώσσας, αριθμητικής κ.τ.λ.) στο σπουδαιότερο, που εδώ είναι η διδασκαλία της αρετής. Όλοι αυτοί οι εκφραστικοί τρόποι χρησιμοποιούνται πιθανόν για λόγους εντυπωσιασμού ή αποδεικνύουν την αμηχανία και τη δυσκολία του σοφιστή να πείσει τον αντίπαλό του.
Κριτική της απόδειξης του Πρωταγόρα
Το επιχείρημα του Πρωταγόρα δεν κρίνεται ιδιαίτερα πειστικό για τους εξής λόγους:
α. αλλοιώνει τη θέση του Σωκράτη αποδεικνύοντας τελικά μια άποψη που ο ίδιος πιστεύει και θεωρεί δεδομένη,
β. χρησιμοποιεί ρητορική ερώτηση και μια σειρά εφτά διαδοχικών υποθέσεων, από τις οποίες προκύπτει μια θέση που ο ίδιος θεωρεί δεδομένη χωρίς να προσκομίζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία,
γ. χρησιμοποιεί δεοντολογική διατύπωση («πρέπει να μετέχουν, πρέπει να ενεργεί, πρέπει να τον διδάσκουμε και να τον τιμωρούμε, πρέπει να εκδιώκουμε»), η οποία δεν έχει αποδεικτική ισχύ, καθώς αναφέρει τι πρέπει να συμβαίνει και όχι τι συμβαίνει στην πραγματικότητα,
δ. θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, επειδή η πολιτεία επιβάλλει ποινές σε όποιον αδιαφόρησε να την αποκτήσει. Η θέση αυτή, όμως, δεν έχει αποδειχθεί (σόφισμα λήψεως του ζητουμένου).
Β. Η ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ
Ο Πρωταγόρας, συνεχίζοντας την
απόδειξη για το διδακτό της αρετής, επικαλείται ένα εμπειρικό και γι’ αυτό
ισχυρότερο τεκμήριο. Αναφέρεται στη μέριμνα των ανθρώπων για την ηθική και
πολιτική αγωγή των παιδιών τους. Παρουσιάζει το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας
εγκωμιαστικά ως πρότυπο παιδείας και αγωγής που υπηρετεί με συνέπεια την
πολιτική αγωγή και τον πολιτισμό. Βέβαια, η περιγραφή του αθηναϊκού
εκπαιδευτικού συστήματος γίνεται για να φανεί το διδακτό της αρετής και αυτό
σημαίνει ότι δεν αποτελεί μια πλήρη και λεπτομερή απόδοσή του, παρά τις
πολύτιμες πληροφορίες, που διασώθηκαν, γιατί ο σκοπός του Πρωταγόρα δεν ήταν
αυτός. Ο Πρωταγόρας θα παρουσιάσει τη δομή και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού
συστήματος της Αθήνας μιλώντας για τις βαθμίδες που περιλαμβάνει, για να
καταλήξει τελικά στο συμπέρασμά του ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.
Ενδεικτικά και χωρίς να παραβιάζουμε τα δεδομένα του κειμένου μπορούμε να αποδώσουμε διαγραμματικά την εκπαίδευση που περιγράφει ο Πρωταγόρας ως εξής:
Ενδεικτικά και χωρίς να παραβιάζουμε τα δεδομένα του κειμένου μπορούμε να αποδώσουμε διαγραμματικά την εκπαίδευση που περιγράφει ο Πρωταγόρας ως εξής:
Βαθμίδες εκπαίδευσης
|
Φορείς αγωγής
|
Μορφωτικά αγαθά
|
Μέθοδος
|
Στόχοι
|
Μέσα
|
Προσχολική αγωγή (έως 6/7
ετών)
|
γονείς
παραμάνα παιδαγωγός |
αξίες
συμπεριφορά |
νουθεσίες
διδασκαλία τιμωρία |
μετάδοση ηθικών αξιών
|
απειλές
χτυπήματα |
Πρωτοβάθμια εκπαίδευση
(6/7 - 14 ετών)
|
δάσκαλοι
γραμματιστές κιθαριστές |
αξίες
γραφή μουσική |
διδασκαλία
|
«εὐκοσμία»
|
αμοιβές
τιμωρίες |
Δευτεροβάθμια εκπαίδευση
(14 - 18/20 ετών)
(ακολουθούσε η τριτοβάθμια εκπαίδευση, που δεν αναφέρεται εδώ) |
γραμματιστές
κιθαριστές παιδοτρίβες |
ποιήματα μεγάλων ποιητών
γραφή μουσική γυμναστική |
διδασκαλία
μίμηση προτύπων |
ευρυθμία
ευαρμοστία (αρμονία) ευεξία |
ανάγνωση και αποστήθιση
|
Τελικό στάδιο αγωγής
(18/20 ετών και εξής)
|
η πόλη
|
νόμοι
|
ἄρχειν και ἄρχεσθαι
|
πολιτική αρετή
|
Ποινές
εὐθῦναι* |
Καλό είναι να σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο τον ρόλο των φορέων αγωγής.
Παραμάνα: ήταν δούλη ή φτωχή ελεύθερη, έμμισθη, που φρόντιζε μαζί με τη μητέρα τα παιδιά στη βρεφική και νηπιακή ηλικία. Η γυναίκα που θήλαζε το βρέφος ονομαζόταν «τίτθη», και εκείνη που είχε τη γενική φροντίδα του παιδιού, «τιθήνη» ή «τροφός».
Παιδαγωγός: δεν είχε τη σημασία που έχει σήμερα η λέξη. Ο ρόλος του ήταν μόνο συνοδευτικός: ήταν δούλος που συνόδευε το παιδί στους περιπάτους και αργότερα στο σχολείο, το συμβούλευε και επέβλεπε τη μελέτη των μαθημάτων του και τη συμπεριφορά του.
Γραμματιστής: δίδασκε ανάγνωση, αριθμητική και γραφή. Συνήθιζε τα παιδιά να απομνημονεύουν και να απαγγέλλουν ποιήματα μεγάλων ποιητών, από τα οποία οι μαθητές αντλούσαν συμβουλές, διδάγματα και πρότυπα που ήθελαν να μιμηθούν.
Κιθαριστής: δίδασκε τραγούδι, αλλά και την τέχνη του αυλού, της κιθάρας και της λύρας. Η μουσική είχε σπουδαία θέση στην εκπαίδευση των νέων. Πίστευαν ότι συνέβαλλε στην ημέρωση της ψυχής και στη διαμόρφωση εύρυθμου χαρακτήρα μεταδίδοντας την αίσθηση του μέτρου και της ισορροπίας.
Παιδοτρίβης: αναλάμβανε την εκγύμναση των νέων στην «παλαίστρα», ένα τετράγωνο γήπεδο περιτριγυρισμένο από τοίχους. Οι Αθηναίοι στόχευαν στη σύζευξη υγιούς ψυχής και υγιούς σώματος («νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιεῖ»).
*«εὐθῦναι»: παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας κάνει ένα γλωσσικό παιχνίδι με τη λέξη «εὐθεία». Στην 1η βαθμίδα εκπαίδευσης αναφέρει ότι, όταν ένα παιδί παρεκκλίνει από τη θεμιτή συμπεριφορά, το επαναφέρουν στην ευθεία, όπως ισιώνουν ένα δέντρο που λυγίζει και γέρνει. Η παρομοίωση του παιδιού με δέντρο προετοιμάζει για την ετυμολογική ερμηνεία της λέξης «εὐθῦναι», που θα δοθεί στην τελική βαθμίδα εκπαίδευσης. «Εὐθῦναι» ονομαζόταν η λογοδοσία που ήταν υποχρεωμένος να κάνει μπροστά σε ειδικούς ελεγκτές ένας άρχοντας για τις πράξεις του, όταν τελείωνε ο χρόνος της θητείας του. (Αντίθετα, όταν ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτήσει στην αρχή της θητείας του υποβαλλόταν στη «δοκιμασία», πβλ. την περίπτωση του Μαντίθεου στον λόγο του Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου.) Έτσι ονομάζονταν και οι κυρώσεις που του επιβάλλονταν, αν διαπιστωνόταν κατάχρηση της εξουσίας του ή παραλείψεις.
Με βάση την περιγραφή του
εκπαιδευτικού συστήματος των Αθηναίων από τον Πρωταγόρα, μπορούμε να
συναγάγουμε ορισμένα βασικά γνωρίσματά του:
α. η αγωγή των Αθηναίων πολιτών ήταν μια διαδικασία που διαρκούσε όλη τους τη ζωή. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια διά βίου μάθηση.
β. η εκπαίδευση είχε ιδιωτικό χαρακτήρα και επομένως απευθυνόταν κυρίως στις εύπορες οικογένειες. Η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι του μαθητή ή του δασκάλου, ενώ το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν ήταν σαφώς καθορισμένο από την πολιτεία, αλλά εξαρτιόταν από το κριτήριο του δασκάλου ή της οικογένειας.
γ. το περιεχόμενο της εκπαίδευσης ήταν κυρίως ηθοπλαστικό, αφού αποσκοπούσε στο να διαμορφωθούν ηθικά ενάρετοι άνθρωποι. Αυτό υποδηλώνεται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, στην πρώτη βαθμίδα οι φορείς αγωγής επιδίδονταν στη μετάδοση βασικών αρχών ηθικής συμπεριφοράς. Στη δεύτερη βαθμίδα, ο δάσκαλος φρόντιζε περισσότερο για την «εὐκοσμία», την ευπρεπή, δηλαδή, συμπεριφορά των παιδιών, και λιγότερο για τη μετάδοση γνώσεων. Η τρίτη απέβλεπε κυρίως στο αρμονικό δέσιμο της ψυχής και του σώματος. Τέλος, στην τελική βαθμίδα, η υπακοή στους νόμους είχε ως στόχο να ρυθμίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, ώστε να αναπτυχθούν μεταξύ τους σχέσεις συνεργασίας, αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι οι νόμοι αναγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες και τοποθετούνταν σε δημόσιο χώρο, για να μπορούν να τους διαβάζουν όλοι οι πολίτες.
Συμπέρασμα συλλογισμού: «Ενώ λοιπόν είναι … αν η αρετή είναι διδακτή;»
Στη φράση αυτή διατυπώνεται το συμπέρασμα του Πρωταγόρα για το «διδακτὸν» της πολιτικής αρετής. Αφού, λοιπόν, μίλησε διεξοδικά για το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας και τις βαθμίδες που περιλαμβάνει, καταλήγει στο λογικό επακόλουθο ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να μη διδάσκεται η πολιτική αρετή, εφόσον καταβάλλονται τόσες προσπάθειες από τους ανθρώπους και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο για τη μετάδοσή της. Αν οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η αρετή δεν διδάσκεται, θα ήταν μάταιο να το προσπαθούν μέσω της παιδείας.
Κριτική του συμπεράσματος
α. Κάποιοι μελετητές θεωρούν πειστικό το συμπέρασμα του Πρωταγόρα, καθώς στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
β. Άλλοι, πάλι, μελετητές το θεωρούν μη πειστικό για τους εξής λόγους:
α. η αγωγή των Αθηναίων πολιτών ήταν μια διαδικασία που διαρκούσε όλη τους τη ζωή. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια διά βίου μάθηση.
β. η εκπαίδευση είχε ιδιωτικό χαρακτήρα και επομένως απευθυνόταν κυρίως στις εύπορες οικογένειες. Η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι του μαθητή ή του δασκάλου, ενώ το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν ήταν σαφώς καθορισμένο από την πολιτεία, αλλά εξαρτιόταν από το κριτήριο του δασκάλου ή της οικογένειας.
γ. το περιεχόμενο της εκπαίδευσης ήταν κυρίως ηθοπλαστικό, αφού αποσκοπούσε στο να διαμορφωθούν ηθικά ενάρετοι άνθρωποι. Αυτό υποδηλώνεται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, στην πρώτη βαθμίδα οι φορείς αγωγής επιδίδονταν στη μετάδοση βασικών αρχών ηθικής συμπεριφοράς. Στη δεύτερη βαθμίδα, ο δάσκαλος φρόντιζε περισσότερο για την «εὐκοσμία», την ευπρεπή, δηλαδή, συμπεριφορά των παιδιών, και λιγότερο για τη μετάδοση γνώσεων. Η τρίτη απέβλεπε κυρίως στο αρμονικό δέσιμο της ψυχής και του σώματος. Τέλος, στην τελική βαθμίδα, η υπακοή στους νόμους είχε ως στόχο να ρυθμίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, ώστε να αναπτυχθούν μεταξύ τους σχέσεις συνεργασίας, αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι οι νόμοι αναγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες και τοποθετούνταν σε δημόσιο χώρο, για να μπορούν να τους διαβάζουν όλοι οι πολίτες.
Συμπέρασμα συλλογισμού: «Ενώ λοιπόν είναι … αν η αρετή είναι διδακτή;»
Στη φράση αυτή διατυπώνεται το συμπέρασμα του Πρωταγόρα για το «διδακτὸν» της πολιτικής αρετής. Αφού, λοιπόν, μίλησε διεξοδικά για το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας και τις βαθμίδες που περιλαμβάνει, καταλήγει στο λογικό επακόλουθο ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να μη διδάσκεται η πολιτική αρετή, εφόσον καταβάλλονται τόσες προσπάθειες από τους ανθρώπους και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο για τη μετάδοσή της. Αν οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η αρετή δεν διδάσκεται, θα ήταν μάταιο να το προσπαθούν μέσω της παιδείας.
Κριτική του συμπεράσματος
α. Κάποιοι μελετητές θεωρούν πειστικό το συμπέρασμα του Πρωταγόρα, καθώς στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
β. Άλλοι, πάλι, μελετητές το θεωρούν μη πειστικό για τους εξής λόγους:
- το συμπέρασμα διατυπώνεται και πάλι μέσω μιας ρητορικής ερώτησης, στην οποία η
απάντηση θεωρείται δεδομένη, χωρίς να προσκομίζονται άλλα αποδεικτικά
στοιχεία,
- ο Πρωταγόρας θεωρεί ότι η πολιτική αρετή
διδάσκεται, επειδή γίνονται προσπάθειες να διδαχθεί και σε ιδιωτικό και
σε δημόσιο επίπεδο. Η θέση αυτή, όμως, δεν έχει αποδειχθεί (σόφισμα λήψεως του ζητουμένου).
- ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Αντιθέσεις:
«δεν θα σου πω μύθο, αλλά λόγο»
«αυτό είναι δίκαιο και το άλλο άδικο»
«και ότι αυτό είναι καλό και το άλλο αισχρό»
«και αυτό όσιο κι εκείνο ανόσιο»
«και ότι αυτά πρέπει να τα κάνεις και αυτά να μην τα κάνεις»
Ρητορικές ερωτήσεις:
«υπάρχει ένα πράγμα … ή δεν υπάρχει;»
«μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
«Ενώ λοιπόν είναι … αν η αρετή είναι διδακτή;»
Πολυσύνδετο σχήμα:
«εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το όσιον»
«και η παραμάνα του και η μητέρα του και ο παιδαγωγός του και ο ίδιος ο πατέρας του»
Άρση – θέση:
«εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το όσιον»
Ανιούσα κλιμάκωση:
«πρέπει να τον διδάσκουμε -> και να τον τιμωρούμε -> πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη -> ή να σκοτώνουμε ως ανίατο»
Συλλογισμός «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον»:
«Ενώ όμως είναι το πράγμα αυτό διδακτό … με κάθε δυνατή επιμέλεια!»
Παρομοίωση:
«… το "ισιώνουν", σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει»
«δεν θα σου πω μύθο, αλλά λόγο»
«αυτό είναι δίκαιο και το άλλο άδικο»
«και ότι αυτό είναι καλό και το άλλο αισχρό»
«και αυτό όσιο κι εκείνο ανόσιο»
«και ότι αυτά πρέπει να τα κάνεις και αυτά να μην τα κάνεις»
Ρητορικές ερωτήσεις:
«υπάρχει ένα πράγμα … ή δεν υπάρχει;»
«μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
«Ενώ λοιπόν είναι … αν η αρετή είναι διδακτή;»
Πολυσύνδετο σχήμα:
«εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το όσιον»
«και η παραμάνα του και η μητέρα του και ο παιδαγωγός του και ο ίδιος ο πατέρας του»
Άρση – θέση:
«εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το όσιον»
Ανιούσα κλιμάκωση:
«πρέπει να τον διδάσκουμε -> και να τον τιμωρούμε -> πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη -> ή να σκοτώνουμε ως ανίατο»
Συλλογισμός «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον»:
«Ενώ όμως είναι το πράγμα αυτό διδακτό … με κάθε δυνατή επιμέλεια!»
Παρομοίωση:
«… το "ισιώνουν", σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου