Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Παράδοση και Μοντερνισμός - Σενάριο 2013-14

εφηβεία [α 3 2012-13]

διάλογος [α3, 2012 13]

Ελεύθερος χρόνος [α3, 2012 13]

Εφηβεία Project [α 3 , 2012 13]

μόδα και...[α3, 2012 13]

Το κινητό τηλέφωνο στη ζωή μας [α3, 2012 13]

Παράδοση και μοντερνισμός [1 - 2012 - 13]



  Παράδοση και μοντερνισμός   [1, B 3  - 2012 - 13] from 1lykspartis

Η πατρική εξουσία [Β 3 - 2012 - 13]



 Η πατρική εξουσία [Β 3 - 2012 - 13] from 1lykspartis

Βασανισμένες Γυναίκες [Β 3 - 2012-13]



Βασανισμένες Γυναίκες [Β 3 - 2012-13]   from 1lykspartis

Έρωτας - Γάμος -Προίκα [β3 - 2012-13]



  Έρωτας - Γάμος -Προίκα from 1lykspartis

Η μητρική αγάπη [ β3 - 2012-13]



  Η μητρική αγάπη [ β3 - 2012-13] from 1lykspartis

Παράδοση και μοντερνισμός [ 2 - 2012 13]



 Παράδοση και μοντερνισμός  [ 2, B 3 - 2012 13]  from 1lykspartis

Παράδοση και μοντερνισμός [ 3 - 2012 13]



 Παράδοση και μοντερνισμός [ 3, B 3 - 2012 13] from 1lykspartis

Τα στερεότυπα για τα φύλα [Β3 2012 13]



Τα στερεότυπα για τα φύλα [Β3  2012 13]   from 1lykspartis

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου , “Ο μοτοσικλετιστής”


Τι ν’ απόγινε άραγε
Εκείνος ο θορυβοποιός
Της νύχτας
Καβάλα στο μηχανικό του ζώο
Να κραδαίνει την άσφαλτο
Χωρίς φρένο
Να παίζει ώρα ύπνου
Με τις φρένες μας
Εδώ μέσα
Στο σακατεμένο κρανίο
 
Προχτές το μεσονύχτι
Που κοίταζα απ’ το παράθυρό μου
Το νέο φεγγάρι
Άκουσα θόρυβο παράξενο
Να ‘ρχεται από ψηλά
Και μου φάνηκε πως τον είδα
Ένας άγγελος πάνω σε μοτοσικλέτα
Να διασχίζει τους δρόμους τ’ ουρανού
Κι απ’ το σπασμένο καθρεφτάκι του
Να με κοιτάζει περίλυπος
 
Βγάλε μου σε παρακαλώ
Μια ωραία φωτογραφία
Να τη στείλω στο κορίτσι μου
Έτσι πάνω στη μοτοσικλέτα μου
Με το ένα χέρι στο χειρόφρενο
Το άλλο να σιάζει τα σγουρά μαλλιά μου
Θέλω να φαίνεται καλά
Το καινούργιο μου πέτσινο
Το σιδερένιο κράνος
Να διακρίνεται προπάντων
Ο ίλιγγος στο πρόσωπό μου
Και κείνο του θανάτου
Το αναπόφευκτο
 


 

 
 
 

 

Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου γεννήθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Μικρασιάτες. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1958 με το ποίημα “Ξημέρωμα”. Εξέδωσε τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: Ψυχή και τέχνη (1961), Διασταυρώσεις (1965), Περίπτωση σιωπής (1968), Μεγεθύνσεις (1971), Αρμιλλάρια (1973), Τα τοπία που είδα (1975), Τα επακόλουθα (1978), Θαλασσινό ημερολόγιο (1981), Μετανάστες του εσωτερικού νερού (1985), Η σκοτεινή διάρκεια των ημερών, Επιλογές και σύνολα, Ποιήματα (1965-1995), Νησίδες (2001), Σαλκίμ (2001), Σεντόνια της αγρύπνιας (2006) κ.ά.. Αφού καταξιώθηκε στο χώρο της ποίησης, ασχολήθηκε και με την πεζογραφία: Συνοικισμός Σιδηροδρομικών (1998), Στο δωμάτιο (1999), Η παραίτηση (2002), Οι μικρές χαρές (2005), Τα σεντόνια της αγρύπνιας (2006).
Ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά λογοτεχνών, στην οποία περιλαμβάνονται οι συγγραφείς που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1929 και 1940 και εμφανίζονται κυρίως τη δεκαετία 1950-1960. Η ποίησή της χωρίζεται σε δύο περιόδους: στην πρώτη, (1968-1978) αναζητεί εναγώνια τρόπους προσέγγισης του υπερβατικού κόσμου. Στη δεύτερη (1981 κ.έ.), περιορίζει τις αναζητήσεις της στην απτή πραγματικότητα και αρκείται στην απλή, πολυσήμαντη ωστόσο, καθημερινότητά της, ανακαλώντας μνήμες του μακρινού παρελθόντος.
Το ποίημα “Ο μοτοσικλετιστής” είναι από τη συλλογή Θαλασσινό ημερολόγιο (1981) με την οποία η ποιήτρια εγκαινιάζει τη δεύτερη και ωριμότερη φάση της ποιητικής της πορείας.

 

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Γκάτσος Nίκος - Αμοργός

 
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στα Χάνια Φραγκόβρυσης της Αρκαδίας το 1911. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και την αδελφή του στην Αθήνα, όπου σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου. Την περίοδο 1935-1936 ταξίδεψε στη Νότιο Γαλλία και το Παρίσι.

Καββαδίας Νίκος - Μαραμπού



 
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις  11 Ιανουαρίου 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Κεφαλλονίτες. Πολύ μικρός πρωτοταξίδεψε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί τους, αν και, η οικογένεια Καββαδία θα ζήσει ελάχιστα εκεί, και τελικό της λιμάνι θα είναι ο Πειραιάς, στον οποίο μετοικεί το 1921, όταν ο Νίκος είναι μόλις 11 ετών.
Στον Πειραιά ο ποιητής τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμη του δημοτικού, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929 μπαίνει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν. Τα καράβια κι η θάλασσα είναι το όνειρό του. Μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό, και για μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος και αδέκαρος… Η ανέχεια τον κάνει ν’ αποφασίσει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Στην αρχή σκεφτότανε να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει, τα είχε φάει η λαμαρίνα και το δίπλωμα του Ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος και αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια. Παίρνει το δίπλωμα του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει βρίσκεται στρατιώτης στην Αλβανία και κατόπιν ξέμπαρκος στην Αθήνα με την γερμανική κατοχή.
 
Μόλις τελείωσε ο πόλεμος , το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, ως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με την γλώσσα των καραβιών ,αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας την σίγουρη δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις γνωστές λέξεις και τους ναυτικούς όρους και να συνεπαρθεί απόλυτα από την αλήθεια του Λόγου του Ποιητή. Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά*. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα και η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του.   
 

Μαραμπού

Λένε γι μένα ο ναυτικο πο ζήσαμε μαζ
π
ς εμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
π
ς τς γυνακες μ᾿ να τρόπον πουλο μισ
κι
τι μ᾿ ατς ν κοιμηθ ποτέ μου δν πηγαίνω.

κόμα, λένε πς τραβ χασίσι κα κοκό,
π
ς κάποιο πάθος μ κρατε φριχτ κα σιχαμένο,
κι
λόκληρο χω τ κορμ μ ζωγραφις ασχρές,
σιχαμερ
παράξενες, βαθι στιγματισμένο.

κόμα, λένε πράματα φριχτ πάρα πολύ,
πο
εν᾿ μως ψέματα χοντρ κα κατασκευασμένα,
κι α
τ πο στοίχισε σ μ πληγς θανατερς
κανε
ς δν τό μαθε, γιατ δν τό πα σ κανένα.

Μ᾿ πόψε, τώρα πο πεσεν τροπικ βραδιά,
κα
φεύγουν πρς τ δυτικ τν Μαραμπο τ σμήνη,
κάτι μ
σπρώχνει πίμονα ν γράψω στ χαρτί,
κενο, πο παντοτιν κρυφ πληγή μου γίνη.

μουνα τότε δόκιμος σ᾿ να λαμπρ ποστάλ
κα
ταξιδεύαμε Αγυπτο γραμμ Νότιο Γαλλία.
Τότε τ
γνώρισα -σν νθος μοίαζε λπικ-
κα
μία στεν μς δεσεν δελφικ φιλία.

ριστοκρατική, λεπτ κα μελαγχολική,
κόρη
νς πλούσιου Αγύπτιου πού χε ατοκτονήσει,
ταξίδευε τ
λύπη της σ χρες μακρινές,
μήπως
κε γινότανε ν τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδν τς Μπασκιρτσφ κρατοσε τ Ζουρνάλ,
κα
τν γία της βιλας παράφορα γαποσε,
συχν
στίχους πάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι
ρες πολλς πρς τ γαλάζιαν κταση κοιτοσε.

Κι γώ, πο μόνον ταιρν γνώριζα κορμιά,
κι ε
χα μίαν βουλη ψυχ δαρμένη π᾿ τ πελάη,
μπροστά της
ξανάβρισκα τν παιδικ χαρ
καί, σ
ν προφήτη, κστατικς τν κουα ν μιλάει.

να μικρ τς πέρασα σταυρν π᾿ τ λαιμ
κι
κείνη να μο χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι
μουν πι δυστυχισμένος νθρωπος τς γς,
ταν φθάσαμε σ᾿ ατν πο θά φευγε, τν πόλη.

Τν σκεφτόμουνα πολλς φορς στ φορτηγά,
ς να παραστάτη μου κι γγελο φύλακά μου,
κα
μία φωτογραφία της στν πλώρη ταν γι μ
αση, πο νας συναντ μς στν καρδι τς μμου.

Νομίζω πς θ νά πρεπε ν σταματήσω δ.
Τρέμει τ
χέρι μου, θερμς γέρας μ φλογίζει.
Κάτι
νθη ξαίσια τροπικ το ποταμο βρωμον,
κι
να βλακδες Μαραμπο παράμερα γρυλίζει.

Θ προχωρήσω!... Μία βραδι σ πόρτο ξενικ
ε
χα μεθύσει τρομερ μ οίσκυ, τζν κα μπύρα,
κα
κατ τ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τ
δρόμο πρς τ βρωμερά, χαμένα σπίτια πρα.

Ασχρς γυνακες τράβαγαν κε τους ναυτικούς,
κάποια μ
᾿ ρπαξ᾿ πότομα, γελώντας, τ καπέλο
(παλι
συνήθεια γαλλικ το δρόμου τν πορνν)
κι
γ τν κολούθησα σχεδν χωρς ν θέλω.

Μία κάμαρα στενή, μικρή, σν λες βρωμερή,
ο
σβέστες π᾿ τος τοίχους της πέφτανε κομμάτια,
κι α
τ ράκος νθρώπινο πο μίλαγε βραχνά,
μ
σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Τς επα κι σβησε τ φς. πέσαμε μαζί.
Τ
δάχτυλά μου καθαρ μέτρααν τ κόκαλά της.
Βρωμο
σε ψέντι. ξύπνησα, ς λένε ο ποιητές,
«μόλις
σκόρπιζεν αγ τ ροδοπέταλά της».

ταν τν εδα κα στ φς τ᾿ χν τ πρωινό,
μο
φάνηκε λυπητερή, μ κολασμένη τόσο,
πο
μ᾿ να δέος λλόκοτο, σ νά χα φοβηθε,
τ
πορτοφόλι μου βγαλα γοργ ν τν πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μ βγαλε μία φωνή,
κι ε
δα μία μένα ν κοιτ μ μάτι γριεμένο,
κα
μία τ πορτοφόλι μου... Μ᾿ πόμεινα κι γ
να σταυρν πάνω της σν εδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας τ καπέλο μου βγκα σν τν τρελό,
σ
ν τν τρελ πο διάκοπα τρικλίζει κα χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στ
αμα μου μία ρρώστια τρομερή,
πο
κόμα βασανιστικ τ σμα μου παιδεύει.

Λένε γι μένα ο ναυτικο πο κάμαμε μαζ
π
ς χρόνια τώρα μ γυναίκα γ δν χω πέσει,
π
ς εμαι παλιοτόμαρο κα πς τραβάω κοκό.
Μ
᾿ ν ξεραν ο δύστυχοι, θ μ᾿ εχαν συχωρέσει...

Τ χέρι τρέμει... πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
σάλευτο να Μαραμπο στν χθη ν κοιτάζω.
Κι
τσι καθς πίμονα κι κενο μ κοιτ,
νομίζω π
ς στ μοναξι κα στ βλακεία το μοιάζω ...




νας δόκιμος στ γέφυρα ν ρ κινδύνου


Στ μερολόγιο γράψαμε: «Κυκλν κα καταιγίς».
στείλαμε τ S.O.S μακρι σ λλα καράβια,
κι
γ κοιτάζοντας χλωμς τν γριον νδικ
πολ
μφιβάλλω ν φτάσουμε μία μέρα στ Μπατάβια.

Μ δ λυπμαι μία σταλιν - μες ο ναυτικο
χουμε, λένε, τν ψυχ στ διάολο πουλημένη.
Μία μάνα μόνο σκέφτομαι στυγν
κα σκυθρωπή,
πο
χρόνια τώρα κα καιρος τ γιό της περιμένει.

Τ ξέρω πς θέση μας εναι σχημη πολύ.
θάλασσα τ γέφυρα μ κύματα γεμίζει,
κι
γ λυπμαι μοναχ πο δν μπορ ν π
σ
κάποιον, κάτι πο πολ φριχτ μ βασανίζει.

Θεέ μου! Εμαι μοναχ δεκαεννι χρονν,
κι
χω σ μέρη μακριν πολλς φορς γυρίσει.
Θεέ μου!
χω μίαν κακη, μία παιδικ καρδιά,
λλ πολ χω πλανηθε, κι χω πολ μαρτήσει.

Συχώρεσέ με ... Κάποτες πού χα πιε πολ
κα
δν καταλάβαινα τ τί κανα, στ λγέρι,
γι
μίαν μικρν ράπισσα, πο χόρευε γυμνή,
πέταξα κατάστηθα σ κάποιον τ μαχαίρι.

Συχώρεσέ με... Μία βραδι θολ στ Σάντα Φέ,
καθ
ς κάποια μ κράταγε σφιχτ στν γκαλιά της,
τράβηξα π᾿ τν κάλτσα της μία δέσμη π λεφτ
πο
λη τ μέρα μάζευεν π᾿ τν ασχρ δουλειά της.

Κι κόμα, Κύριε... ντρέπομαι ν τ συλλογιστ,
τανε τόσο κόκκινα κι γρ τ ραα του χείλια
κα
κάποια κάπου λόλυζε κιθάρα σπανική...)
κοιμήθηκα μ
᾿ να μικρν βραο στ Σεβίλλια.

Κύριε... τοτο τ κορμ τ τόσο μαρτωλ
σ
λίγο στς δάτινες ερκτς νεκρ θ πέσει...
Μ
τέσσερα μως σκέφτομαι γαλόνια γ χρυσ
κι
να θλιμμένο δόκιμο, πο δ θ τ φορέσει ...



 


Ο γάτες τν φορτηγν

for Runrun

Ο ναυτικο στ φορτηγ πάντα μία γάτα τρέφουν,
πο
τν λατρεύουνε, χωρς ν ξέρουν τ γιατί,
κι α
τή, σν π᾿ τν βάρδια τους σχολνε κουρασμένοι,
περήφανη στ
πόδια τους θ τρέξει ν τριφτε.

Τ βράδια, ταν θάλασσα χτυπάει τς λαμαρίνες,
κα
πολεμάει μ δύναμη ν σπάσει τ καρφιά,
μέσα στ
ς πλώρης τ βαρι σιγή, πο βασανίζει,
ε
ναι γι᾿ ατος σ μία γλυκι γυναίκεια συντροφιά.

Εναι περήφανη κι κνή, καθς λες ο γάτες,
κι ε
ναι τ γκρίζα μάτια της γιομάτα λεκτρισμ
κι
πως χαϊδεύουν παλ τ ράχη της, νομίζεις
π
ς ναλύεται σ᾿ να ργ κα δονικ σπασμό.

Στ ρεμβασμ κα στ θυμ μ τ γυναίκα μοιάζει
κι ο
νατες περισσότερο τν γαπον γι᾿ ατ
κι
ταν ργ κα ράθυμα στ μάτια τος κοιτάζει,
θαρρε
ς ναν παράξενο πς φέρνει πυρετό.

Τς χουν πάντα στ λαιμ μία μπακιρένια γύρα,
γι
το σιδέρου τν κακν ρρώστια φυλαχτό,
χωρ
ς μως, λίμονο, ποτ ν κατορθώνουν
ν
τν φυλάξουν π᾿ τ μαρο θάνατο μ᾿ ατό.

Γιατ εναι τ᾿ γρια μάτια της γρ κι λεκτρισμένα
κι
τσι θελα τ σίδερο τ μαρο τ τραβ,
κι ο
ρλιάζοντας τρελαίνεται σ᾿ να σημεο κοιτώνας
φέρνοντας δάκρυα σκοτειν
στος νατες κα βουβά.

Λίγο πρν π᾿ τν θάνατον, π τος νατες νας,
τς πού δε πράματα στ ζήση του φρικτ-
χαϊδεύοντας τ
ν μία στιγμ στ μάτια τν κοιτάζει
κι
στερα μς στν θάλασσα τν γρια τν πετ.

Κα τότε ο νατες πο πολ σπάνια λυγάει καρδιά τους,
π
νε στν πλώρη ν κρυφτον μ τν καρδι σφιχτή,
γεμάτη μία παράξενη πικρία πο
λο δαγκώνει,
σ
ν ταν χάνουνε θερμή, γυναίκα γαπητή.


να μαχαίρι


πάνω μου χω πάντοτε στ ζώνη μου σφιγμένο
να μικρ φρικανικν τσάλινο μαχαίρι
-
πως ατ πο συνηθον κα παίζουν ο ραπάδες-
πο
π ναν γέρο μπορο τ᾿ γόρασα στ᾿ λγέρι.

Θυμμαι, ς τώρα ν τανε, τν γέρο παλαιοπώλη,
που μοίαζε μ μίαν παλι λαιογραφία το Γκόγια,
ρθν πλάι σ μακρι σπαθι κα σ στολς σχισμένες,
ν
λέει μ μία βραχν φων τ παρακάτου λόγια.

«τοτο τ μαχαίρι δ πο θέλεις ν᾿ γοράσεις
μ
στορίες λλόκοτες θρύλος τό χει ζώσει,
κι
λοι τ ξέρουν πς ατο πο κάποια φορ τό χαν,
καθένας κάποιον
νθρωπο δικό του χει σκοτώσει.

Δν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ ατ τ Δόνα Τζούλια
τ
ν μορφη γυναίκα του γιατ τν πατοσε.
Κόντε ντόνιο μία βραδι τ δύστυχο δερφό του
μ
τ μαχαίρι τοτο δ κρυφ δολοφονοσε.

νας ράπης τ μικρ ρωμένη του π ζήλια
κα
κάποιος ναύτης ταλς ναν Γραικ λοστρόμο.
Χέρι σ
χέρι ξέπεσε κα στ δικά μου χέρια.
Πολλ
χουν δε τ μάτια μου, μ᾿ ατ μο φέρνει τρόμο.

Σκύψε κα δές το, μι᾿ γκυρα κι να οκόσημο χει,
ε
ν᾿ λαφρύ, γι πιάσε το, δν πάει οτε να κουάρτο,
μ
γ θ σ συμβούλευα κάτι λλο ν᾿ γοράσεις»
-Πόσο
χει; -Μόνο φράγκα φτά. φο τ θέλεις πρ᾿ το.

να στιλέτο χω μικρ στ ζώνη μου σφιγμένο,
πο
διοτροπία μ᾿ καμε κα τό καμα δικό μου
κι
φο κανέναν δν μισ στν κόσμο ν σκοτώσω
φοβ
μαι μ καμι φορ τ στρέψω στν αυτό μου...




 

 

Γράμμα στν ποιητ Καίσαρα μμανουήλ


«Φαίνεται πι πς τίποτα -
τίποτα δ
ν μς σώζει...»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


Ξέρω γ κάτι πο μποροσε, Κασαρ, ν σς σώσει.
Κάτι πο
πάντα βρίσκεται σ᾿ αώνια ναλλαγή,
κάτι πο
σχίζει τς θολς γραμμς τν ριζόντων,
κα
ταξιδεύει διάκοπα τν τέλειωτη γ.

Κάτι πο θά κανε γοργ ν φύγει τ κοράκι,
πο
το γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τ χαρτιά·
ν
φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τ φτερά του,
πρ
ς κάποιαν κατοίκητη κοιλάδα το Νοτι.

Κάτι πο θά κανε τ γρά, παράδοξά σας μάτια,
πο
βρς μαθήτριες τ᾿ γαπον κα σιωπηρο ποιηταί,
χαρούμενα κα
προσδοκία γεμάτα ν γελάσουν
μ
κάποιον τρόπο πού, πως λέν, δ γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, πο μποροσε, βέβαια, ν σς σώσει.
γ πο δ σς γνώρισα ποτέ... Σκεφτετε... γώ.
να καράβι... Ν σς πάρει, Κασαρ... Ν μς πάρει...
να καράβι πο πολ μακρι θ τ᾿ δηγ.

Μία μέρα χειμωνιάτικη θ φεύγαμε.
- Τ
ρυμουλκ περνώντας θ σφυρίζαν,
τ
βρωμερ νερ βροχ θ ράντιζε,
κι ο
γερανο στος ντόκους θ γυρίζαν.

Ο πολιτεες ο ξένες θ μς δέχονταν,
ο
πολιτεες ο πι πομακρυσμένες
κι
γ σ᾿ ατς βρ θ σς σύσταινα
σ
ν σ παλιές, θερμές μου γαπημένες.

Τ βράδια, βάρδια κάνοντας, θ λέγαμε
παράξενες στ
γέφυρα στορίες,
γι
τος στερισμος γι τ κύματα,
γι
τος καιρούς, τς πνοιες, τς πορεες.

ταν πυκν μίχλη θ μς σκέπαζε,
το
ς φάρους θ ν᾿ κούγαμε ν κλανε
κα
τ καράβια θέατα θ τ᾿ κούγαμε,
περνώντας ν
σφυρίζουν κα ν πλένε.

Μακριά, πολ μακρι ν ταξιδεύουμε,
κι
λιος πάντα μόνους ν μς βρίσκει·
σες τσιγάρα «Κάμελ» ν καπνίζετε,
κι
γ σ μία γωνι ν πίνω οΐσκυ.

Κα μία γρι στ ννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μία γρι
σ᾿ να πολύβοο καφενεο -
μία α
μάσσουσα καρδι θ μο στιγμάτιζε,
κι
να γυμνό, στ στθος σας, κρανίο.

Κα μία βραδι στ Μπούρμα, στ Μπατάβια
στ
μάτια μίας νδς πο θ χορέψει
γυμν
στ δεκαεφτ στιλέτα νάμεσα,
θ
δετε - σως - τ Γκρέτα ν πιστρέψει.

Κασαρ, π να θάνατο σ κάμαρα,
κι
π να χωματένιο πεζ μνμα,
δ
θά ναι ποιητικότερο κα πι᾿ μορφο,
διαφέγγος βυθς κα τ᾿ γριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, νεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπν
ς κι θάλη»,
πο
σως διαβάζοντας τ ν μ οκτίρετε,
γελώντας κα
κουνώντας τ κεφάλι.

μόνη μου παράκληση μως θά τανε,
το
ς στίχους μου ν μν ερωνευθετε.
Κι
πως γ γι ν᾿ δερφ δεήθηκα,
γι
ναν τρελν σες προσευχηθετε.




πιλότος Nagel


Στν ποιητ Ν. Ράντο

Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγς πιλότος στ Κολόμπο,
μα δινε κανονικ πορεία στ καράβια
πο
φευγαν γι τος γνωστους κα μακρινος λιμένες,
κατέβαινε στ
βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος
μ
τ χοντρ τ χέρια του στ στθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας
να παλι χωμάτινο τσιμπούκι,
κα
σ μία γλώσσα βοριν σιγ μονολογώντας
φευγε μόλις χάνονταν λότελα τ πλοα.

Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σ φορτηγ καράβια,
φο τν κόσμο γύρισαν λόκληρο, μία μέρα
κουράστηκε κι
πόμεινε πιλότος στ Κολόμπο.
Μ
πάντα συλλογίζονταν τν μακρινή του χώρα
κα
τ νησι πού ναι γεμάτα θρύλους, τ Λοφοτεν.
μως μία μέρα πέθανε στν πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σ
ν ξεπροβόδισε τ Steamer Tank «Fjord Folden»
που φευγε καπνίζοντας γι τ νησι Λοφοτεν...




χω μία πίπα


Στν ποιητ π. Μελαχρινό

χω μία πίπα λλανδικ π να μαρο ξύλο,
πο πολ παράξενα τν χουν σκαλισμένη.
χει τ σχμα κεφαλιο Γοργόνας μ πλουμίδια.
Κι
νας σ᾿ μ ναύτης Δανς τν χει χαρισμένη.

Κα μο πε ατς πς μία φορ το τν πούλησε νας,
στ
ν λεξάντρεια, μπορος ναρκωτικν, ράπης,
κα
στν ράπη - λέει - ατόν, τν εχε δώσει κάποια,
σ
κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τς γάπης.

Πολλς φορές, τς βραδινς σκοτεινιασμένες ρες,
νάβοντας τν πίπα ατή, σ μία γωνι καπνίζω,
κι
γκρίζος βγαίνοντας καπνς σιγ μ περιβάλλει,
κάνοντας
να γύρω μου κενό, μαβ κα γκρίζο.

Κα πότε μία ψηλή, καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε
να πόρτο ξενικ πολ κα μακρυσμένο.
Κα
βλέπω μεσ᾿ στος δρόμους του τος κρύους κα βραδιασμένους
ν
περπατ ναν ποπτον ράπη μεθυσμένο.

Κα βλέπω πάλι, λλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μ
τ πανιά της νοιχτ στ βέβαιο ν᾿ ρμενίζει
κι
πάνω στ μπαστούνι της ν κάθεται νας ναύτης,
νά
χει μία πίπα - πως ατν γ - κα ν καπνίζει.

χω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τ
πι παράδοξα νειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά
ναι μαγική». Μ πάλι λέω: μ φταίει
γγλέζικος βαρς καπνς κα νευρασθένειά μου;




μαϊμο το νδικο λιμανιο


Κάποτε, σ᾿ να μακριν λιμάνι το νδικο,
δίνοντας μία πολύχρωμη μεταξωτ
γραβάτα
σ
᾿ ναν ράπη, μία μικρν γόρασα μαϊμο
μ
μάτια γκρίζα, σκοτειν κα πονηρία γεμτα.

να τσιμπούκι δάγκωνε στ στόμα της χοντρ
κα
τό βγαζε ταν θελε μονάχα ν φυσήσει
ναν καπν πολ βαρύ, πού, ς μο πε πουλητής,
ταν πίου, πο π μικρ τν εχε συνηθίσει.

Τς πρτες μέρες μοναχ στς πλώρης μία γωνιά,
ξερνο
σε κα μ κοίταζε βουβ κα λυπημένη,
μ
σν πέρασε καιρός, ρχόταν μοναχ
κι
ρες πολλς στν μο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

ταν στ γέφυρα κανα τ βάρδια τς νυχτς
κι
νύστα βασανιστικ τ μάτια μου τρυποσε,
στ
ν μο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπ
κα
σοβαρ μαζ μ᾿ μ τν μπούσουλα κοιτοσε.

Στ πόρτα τς γόραζα μπανάνες κα γλυκ
κι
ξω μ μι᾿ λυσο μικρ τν βγαζα δεμένη
κι
φο σ᾿ λα καθόμαστε κι πίναμε τ μπάρ,
στ
φορτηγ γυρίζαμε κι ο δυό μας μεθυσμένοι.

Δ θύμωνε κα μο δειχνε πολ πς μ᾿ γαπ,
ο
τε κακ τν κουσα ποτ ν μο γρυλίσει.
Φαινόταν π
ς συνήθισε τς κακουχίες κι μέ,
κι
γ σν ναν νθρωπο τν εχα συνηθίσει.

Κάποια φορ πο πήγαινα μαζί της σκεφτικς
ξέφυγ᾿ π᾿ τ χέρια μου χαρούμενη κα πάει.
Ε
χε προτέρημα πολ μεγάλο: ν σιωπάει.
Μ
κάτι εχε π᾿ τν πουλη καρδι τς γυναικός.




νας νέγρος θερμαστς π τ Τζιμπουτί


Το . Πικραμένου

Γουίλλη, μαρος θερμαστς π τ Τζιμπουτί,
ταν π᾿ τν βάρδια το τ βραδιν σχολοσε,
στ
ν κάμαρά μου ρχότανε, γελώντας ν μ βρε,
κι
ρες πολλς γι πράματα περίεργα μο μιλοσε.

Μο λεγε πς καπνίζουνε στ᾿ λγέρι τ χασς
κα
στ ντεν πς χορεύοντας πίνουν τν σπρη σκόνη,
κι
πειτα πς φωνάζουνε κα πς μονολογον,
ταν ζάλη μ᾿ νειρα περίεργα τος κυκλώνει.

Μο λέγ᾿ κόμα τ᾿ εδ᾿ ατός, μία νύχτα πού χε πιε,
π
ς πάνω σ᾿ τι κάλπαζε στν πλάτη τς θαλάσσης,
κα
πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μ φτερά.
ν πμε στ ντεν, μο λεγε, κι σ θ δοκιμάσεις.

γ γλυκ το χάριζα κα λάμες ξουραφιν
κα
το λεγα πς τ χασς τν νθρωπο σκοτώνει,
κα
τότε ατς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μ
τό να χέρι του ψηλ πολ ν μ σηκώνει.

Μς στ τεράστιο σμα του εχε μι᾿ θώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στ
μπρ Ρετζίνα - στ Μαρσίλια
γι
ν φυλάξει μένα π ναν σπανό,
φαγε ατς μίαν δειαν στν κεφαλ μποτίλια.

Μία μέρα τν φήσαμε στεγν π᾿ τον πυρετό,
πέρα στ
ν πω νατολή, ν φλέγεται, ν λιώνει.
Θε
τν μαύρων, τν καλ συγχώρεσε Γουλ
κα
δσ᾿ του κε πο βρίσκεται, λίγη π᾿ τν σπρη σκόνη.




Gabrielle Didot


Τ βράδυ τοτο κάρφωσε μ᾿ πιμον τ νο μου
κάποια γυναίκα πο
λλοτες γνώρισα, κοιν
πο
στόσο ατ ξεχώριζεν π τς δελφές της,
γιατ
ταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη κα στυγνή.

Θυμμαι πο τν πείραζαν συχν τ᾿ λλα κορίτσια,
γελώντας την γι
τ φος της τ τόσο σοβαρό,
κα
μεταξύ τους λεγαν, ασχρ κάνοντας σχμα,
π
ς θ συνήθιζε κι ατ σιγ μ τν καιρό.

Κι ατή, ψυχρ κα σιωπηλή, καθόταν στ γωνιά της,
ν μία γάτα χάϊδευε μ ατάκια μυτερ
κι
να σκυλ πο δίπλα της στεκόταν λυπημένο -
να σκυλ πο ποτ δν κούναε τν ορά.

Κι μοιαζ᾿ γάτα, πο αστηρ τν κοίταζε στ μάτια,
πλήξη ς νά ταν, πο μ μάτια κοίταε ζοφερά,
κα
τ σκυλ πο δάγκωνε τ κάτασπρό της χέρι,
τύψη ς νά ταν μοιαζε, πο δάγκωνε σκληρά.

Πολλς φορς περίεργες τν κυκλναν σκέψεις
κα
προσπαθοσε - μο λεγε - συχν ν θυμηθε,
τ
νο τς βασανίζοντας τς ρες τς νίας,
σους μαζί της εχανε μία νύχτα κοιμηθε.

ρες πολλς κοίταζα τ σκοτεινά της μάτια
κι
νόμιζα πς βλεπα βαθι μέσα σ᾿ ατ
τρικυμισμένες θάλασσες, νησι
το ρχιπελάγους
κα
καραβάκια πο φευγαν μ τ πανι νοιχτά.

πόψε ναθυμήθηκα κάποια κοιν γυναίκα
κι
να τραγούδι σκάρωσα σ στλ μπωντλαιρικό,
πο
ς τ διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε ναγνώστη,
γελ
ς γι᾿ ατν πο τό γραψε, μ γέλιο ερωνικό.




Ο προσευχς τν ναυτικν


Στν Θανάση Καραβία

Ο Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτο ν κοιμηθον,
βρίσκουν στ
ν πλώρη μία γωνι πο δν πηγαίνουν λλοι
κι
ρα πολλ προσεύχονται, βουβοί, γονατιστο
μπρ
ς σ᾿ να Βούδα κίτρινο πο σκύβει τ κεφάλι.

Κάτι μακρι ς τ πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας ο
χροκίτρινοι μικρο κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε μ
τν ψιλ φωνή τους προσευχς
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα πο
καπνίζει.

Ο Κούληδες μ τ βαρι χροκίτρινη μορφ
βαστ
ν σκυφτο τ γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι ο
ράπηδες σιγοκουνν τ σμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας
νάντια το θανάτου.

Ο Ερωπαοι τ χέρια τους κρατώντας νοιχτά,
κστατικ προσεύχονται γεμάτοι π κεσία,
κα
ψάλλουνε καθολικς δς μουρμουριστά,
πο
μάθαν ταν πήγαιναν μικρο στν κκλησία.

Κα ο λληνες, μ τ μορφ τ βασανιστική,
π συνήθεια κάνουνε, πρν πέσουν, τ σταυρό τους
κι
ρχίζοντας μ σιγαν φων «Πάτερ μν...»
τ
μακρουλ σταυρώνουνε λερ προσκέφαλό τους.




A bord de l᾿ «Aspasia»


Ταξίδευες κυνηγημένη π τ μοίρα σου
γι τ κατάλευκη μ πένθιμη λβετία,
πάντα στ deck, σ μία σαζ-λγκ πεσμένη, κάτωχρη
π᾿ τ γνωστ κα θλιβερότατη ατία.

Πάντοτε νήσυχα ο δικοί σου σ τριγύριζαν,
μ
σ κοιτάζοντας τ μάκρη διαφοροσες.
Σ
᾿ τι σο λεγαν πικρογέλαγες, γιατ᾿ νιωθες
π
ς γι τ χώρα το θανάτου δοιποροσες.

Κάποια βραδιά, πο π τ Στρόμπολι περνούσαμε
ε
πες σ κάποιον γελαστή, σ τόνο στείου:
«Π
ς μοιάζει τ᾿ ρρωστο κορμί μου, καθς καίγεται,
μ
τν κορφ τ φλεγόμενη το φαιστείου!»

στερα σ᾿ εδα στν Μαρσίλια σν χάθηκες
μέσα στ
θόρυβο χωρς ν στρέψεις πίσω.
Κι
γώ, πο μόνο τν γρ κταση γάπησα,
λέω π
ς σένα θ μποροσα ν᾿ γαπήσω.




Γράμμα π᾿ τ Μαρσίλλια


σχισα, φίλε μου, πολλ χαρτι γι ν σο γράψω.
δ Μαρσίλλια μ᾿ καμε πολ ν ζαλιστ,
κι
μως δν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, γαπητέ μου,
χωρ
ς κα μς στ ζάλη μου ν σς συλλογιστ.

Σς σκεφτόμουν στ Μπουλβρ ντ Ντμ σν περπατοσα
νάμεσα σ δυ τροτζ πο κάναν σν τρελές,
ν μιλώντας δυνατ τριγύρω μας περνοσαν
νθρποι π᾿ λες, θά λεγες, το κόσμου τς φυλές.

Κι πειτα πάλι στ μεστ π κόσμο Κανναμπιέρα,
στ
Πόρτο Βέκκιο, στν τεφρν δ Σαντ νορέ,
κι
κόμα, συγχωρστε με, σς νιωθα μαζί μου
στ
θορυβώδη κα γιομτα κόσμο καμπαρέ.

Βορινο νατες μπλέκονται μ θερμαστς το Νότου,
στ
γόνατά τους κάθονται κορίτσια τς δουλεις,
παίζει τ
πιάνο μοναχ κα μία μικρ σφυρίζει
ναν παράταιρο σκοπ μία μελωδίας παλις.

Κι στερα σν π᾿ τ Ταρτν βγκα μεθυσμένος
κα
νόμιζα τ σμα μου νάξιο κα μικρό,
πολ
κοντ σς νιωθα ν μο χαμογελτε
μ
᾿ κενο τ παράξενο τ γέλιο, τ πικρό.

Κα μόνον ταν στν Κορνίς, σ κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω
π βραίους πού χανε μ γυναικεα ντυθε,
σ
ς χασα γι μία στιγμ π᾿ τ μάτια μου, μο φάνη
φύλακάς μου γγελος πς εχε πι χαθε.

Αριο φεύγω κα μαζί μου φέρνω στν θήνα
ναμνησες παράξενες, πολλές, μ τ σωρ
κα
κάποιο δρο θλιβερό, προϊν τς Μασσαλίας
πο
μία Πωλν μο χάρισε προχθς στ Numeros...




πλοίαρχος Φλέτσερ


* Γερμανς μποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ ξώκειλε
στ
ν Ματαπ μ τ φορτηγ «Σχέλδ», γιατ λόγ μίχλης
δ
ν μπόρεσε π μέρες ν κατεβάσει τν λιο μ τν ξάντα.
Τρελάθηκε κα
πέθανε στν Πειραι π λίαση.

Στν ποιητ Κώστα Οράνη

πλοίαρχος Φλέτσερ ριξε τ «Σχλδ» στν Ματαπ
μία μέρα πο
τν θαλασσν παλεαν τ στοιχεα,
γιατ
λιος δν φαινότανε τ στίγμα του ν βρε
ο
τε μποροσε π᾿ τς στερις ν πάρει ντιστοιχία.

Κι ατ στ μέρος πο πεσεν σφήνωσε βαθιά,
τόσο πο
ο βράχοι ο μυτερο μεμις τ καταστρέψαν,
μ
τίποτ᾿ π᾿ τ πλήρωμα δν παθε κανες
κι
λοι μ κάποιο ρυμουλκ στν Πειραι πιστρέψαν.

Σ λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μία μελαγχολική, στυγν
θλιμμένη συνοδεία,
κι
μεινε Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στ πιοτ
τ
ν πίκρα του στ βρωμερ ν πνίξει καφωδεα.

Κοντός, μ τ πηλίκιο του, τ γεσο τ χρυσό,
κα
μ τ τέσσερα χρυσ γαλόνια του, τ᾿ στέρια,
μπαινε μόλις ρχιζε ν᾿ πλώνεται νυχτιά,
κα
τν αγν ναίσθητο τν βγάνανε στ χέρια.

Μ τ γαλόνια ξέφτισαν κα σχίστηκε στολή,
τ
ραα του ροχα πούλησε, τν πέτσινή του τσάντα,
κι
να ργαλεον κράτησε μονάχα, ναυτικό,
τ
᾿ ργανο κενο πο μετρν τν λιο, τν ξάντα.

στεναχώρια κα τ λκολ δουλεύοντας σιγά,
μέρα τ
μέρα σ᾿ να χανον χάσμα τν θοσαν.
Τρελάθηκε. Τ
ν πείραζαν στος δρόμους τ παιδιά,
κι ο
ψερες πάνω στ ξανθά του γένια περπατοσαν.

ταν λιος φλόγιζε τν ττικ ορανό,
α
τς μ τν ξάντα του στ χέρι ξεκινοσε,
τ
ψος γοργ πολόγιζε σ μία μαούνα ρθός,
κι
στερα ασχρ μουντζώνοντας τν λιο, βλαστημοσε.

Μ κάποια μέρα βλέποντας μ τ᾿ ργανο ψηλά,
φυγε γι τ σκοτειν λιμάνι το θανάτου,
ν σιγ σν πάντοτε, φαιδρς κα φλογερός,
λιος τν κανονικ διέσχιζε τροχιά του.




Γράμμα νς ρρώστου


Φίλε μου λέξη, τό λαβα τ γράμμα σου
κα
μ ρωτς τί γίνομαι, τί κάνω;
Μάθε,
γιατρς πς επε στ μητέρα μου
τι σ λίγες μέρες θ πεθάνω...

Εναι καιρς που πληξα, διαβάζοντας
λο τ δια πο χω δ βιβλία,
κι
λο ποθοσα κάτι νέο ν μάθαινα
πο
ν μο φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ρθεν χθς τ νέο τσι προσδόκητα
-σιγ
γιατρς στ διάδρομο μιλοσε-
κα
τ᾿ κουσα. Στν κάμαρα σκοτείνιαζε
κι
θόρυβος το δρόμου σταματοσε.

κλαψα βέβαια, κάτω π᾿ τν κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Γι
σκέψου, τόσο νέος!
Μ
στν αυτό μου μέσως ποσχέθηκα
π
ς θ φαν, σν πάντοτε, γενναος.

Θυμσαι, πο ταξίδια νειρευόμουνα
κι ε
χα να διαβήτη κι να χάρτη
κα
πάντα γι ν φύγω τοιμαζόμουνα
κι
λο μητέρα μο λεγε: Τ Μάρτη...

Τώρα στ τζάμι να καράβι σκάρωσα
κι
να το Μγκρ στιχάκι χω σκαλίσει:
«Τί θλίψη στ
ταξίδια κρύβεται πειρη!»
Κι
γ γι να ταξίδι χω κινήσει.

Ν πες στος φίλους χαιρετίσματα,
κι
ν τύχει κι νταμώσεις τν λένη,
π
ς μ᾿ να φορτηγ -πές της- μπαρκάρισα
κα
τώρα πι ν μ μ περιμένει...

λήθεια! Χάρος θελα ν ρχότανε
σ
ν νας καπετάνιος ν μ πάρει
χτυπώντας τ
ς βαρις πέτσινες μπότες του
κι
να μακρ τσιμπούκι ν φουμάρει.

λέξη, νιώθω τώρα πς σ᾿ κούρασα.
Μπορε
κιόλας ν σ᾿ καμα ν κλάψεις.
Δ
θά βρεις, βέβαια, λόγια γι μι᾿ πάντηση.
Μ
δ θ λάβεις κόπο ν μο γράψεις...




Mal Du Depart


Στν δερφή μου Ζένια

Θ μείνω πάντα δανικς κι νάξιος ραστς
τ
ν μακρυσμένων ταξιδιν κα τν γαλάζιων πόντων,
κα
θ πεθάνω μία βραδιά, σν λες τς βραδιές,
χωρ
ς ν σχίσω τ θολ γραμμ τν ριζόντων.

Γι τ Μαδράς, τ Σιγγαπούρ, τ᾿ λγέρι κα τ Σφξ
θ
᾿ ναχωρον σν πάντοτε περήφανα τ πλοα,
κι
γώ, σκυφτς σ᾿ να γραφεο μ χάρτες ναυτικούς,
θ
κάνω θροίσεις σ χοντρ λογιστικ βιβλία.

Θ πάψω πι γι μακριν ταξίδια ν μιλ
ο
φίλοι θ νομίζουνε πς τά χω πι ξεχάσει,
κι
μάνα μου, χαρούμενη, θ λέει σ᾿ ποιον ρωτ
«
ταν μία λόξα νεανική, μ τώρα χει περάσει...»

Μ αυτός μου μία βραδιν μπρός μου θ ψωθε
κα
λόγο, ς νας δικαστς στυγνός, θ μο ζητήσει,
κι α
τ τ νάξιο χέρι μου πο τρέμει θ πλιστε,
θ
σημαδέψει, κι φοβα τ φταίχτη θ χτυπήσει.

Κι γώ, πο τόσο πόθησα μία μέρα ν ταφ
σ
κάποια θάλασσα βαθι στς μακρινς νδίες,
θά
χω να θάνατο κοιν κα θλιβερ πολ
κα
μι κηδεία σν τν πολλν νθρώπων τς κηδεες.




πλώρη μας


Στν Θ. Λιαροτσο

ταν πλώρη μας καθς τν φορτηγν ο πλρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, πο
μύριζαν βαριά,
μ
᾿ να τραπέζι ξύλινο στ μέση, λερωμένο
κα
σκαλισμένο σ πολλς μερις μ τ σουγι.

Εχε δεξι κι ριστερά, πάνω τό να στ᾿ λλο,
τ
ξύλινα κρεβάτια μας στ πλάγια κολλητά,
πο
μοιαζαν, μέσα στ θαμπόν, νάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα πο
ξεχάστηκαν κα μείναν νοιχτά.

Σ μία γωνι τ ρμάρι μας, π᾿ ξω στολισμένο
μ
ζωγραφις χρωματιστς π περιοδικ
γαλλικς φωτογραφίες ασχρές, πο παρασταίνουν
τ
μάρτημα τς δονς τ προπατορικό.

Πάντα βασίλευε σιγ θανατερ κε μέσα
κα
περπατούσαμε λοι μας στς μύτες τν ποδιν,
κι
ταν στιγμς πο νόμιζες πς κουες ν χτυπονε
σ
ν τ ρολόι, μς στ σιγή, ο χτύποι τν καρδιν.

Κι κοβε μόνο τ σιγν χτύπος τς καμπάνας
πο
πάνω στ καμπούνι, ργά, χτυποσε τν ρν
τ
πέρασμα, μ᾿ να βαρ μ λυπημένο χο,
πο
πνίγονταν μς στ βο το γέρα τν νερν.

Τς Κυριακές, σν εχανε δουλει μονάχα ο βάρδιες,
σ
᾿ ατν μαζευόμαστε κι νάβαμε φωτι
κι
ασχρές, σιγά, γι τς γυνακες λέγαμε στορίες
τ φαΐ μας παίζαμε μ πεσμα στ χαρτιά.

Στν πλώρη ατ κατάστρεψα τν ρεμο αυτό μου
κα
σκότωσα τν τρυφερ παιδιάτικη ψυχή.
μως ποτ δ μ᾿ φησε τ πίμονο νειρό μου
κα
πάντα θάλασσα πολλ μο λέει, ταν χε.




William George Allum


γνώρισα κάποια φορ σ᾿ να καράβι ξένο
ναν πολ παράξενο γγλέζο θερμαστή,
που δν μίλαγε ποτ κι οτε ποτ εχε φίλους
κα
μόνο πάντα κάπνιζε μία πίπα σκαλιστή.

λοι λεγαν μία θλιβερ πς εχε στορία
κι
σοι εχαν στ στόκολο μ δατον ργαστε
λεγαν τι κάποτες, π᾿ τ λαιμ ς τ νύχια,
ε
χε σ κάποιο μακριν τόπο στιγματιστε.

Εχε στ μπράτσα του σταυρούς, σπαθι ζωγραφισμένα,
μία μπαλαρίνα στ
ν κοιλιά, πο χόρευε γυμν
κι
π στ μέρος τς καρδις στιγματισμένη εχε
μ
στίγματ᾿ νεξάλειπτα μίαν γρια καλλον ...

Κι λεγαν τι τ γυναίκα ατ εχε γαπήσει
μ
᾿ γριαν γάπη, κράτητη, βαθι κι ληθιν
κι α
τ πς τν πάτησε μ κάποιο ναύτη ράπη
γιατ
τανε μία ναίσθητη γυναίκα κα κοινή.

Τότε προσπάθησε ατς ν διώξει π τ νο του
τ
ν ξωτικ πο γάπησε, τόσο βαθιά, μορφι
κι
π κοντά του ξάλειψεν ,τι δικό της εχε,
μεινεν μως στς καρδις τ θέση ζωγραφιά.

Πολλς φορς στ σκοτειν τν εδανε τ βράδια
μ
βότανα στ στθος του ν τρίβει, ο θερμαστς ...
Το
κάκου, γνώριζε ατς - καθς τ ξέρουμ᾿ λοι -
τι το ννμ τ στίγματα δν βγαίνουνε ποτς ...

Κάποια βραδι ς περνούσαμε π τ Bay of Bisky
μ
᾿ να μικρ τν βρήκανε στ στήθια το σπαθί.
πλοίαρχος επε: «Θέλησε τ στίγμα του ν σβήσει»
κα
διάταξε στ θάλασσα τν κρύα ν κηδευτε.




Καφάρ


Στ Γιργο Παπ

Ν ζες στν δια πολιτεία παντοτιν
κα
νά χεις τν ναχωρήσεων τ μανία,
μ
φεύγοντας π᾿ τ γραφεο τ βραδιν
ν
κάνεις φθαλμοπορνεα στ καφενεα.

λλοτες εχαμε τ πλοα κρυφ σκοπό,
μ
κόσμος γινε σν δειαν φυλλάδα,
ε
ναι τί διο πι ν μένεις στν λλάδα
μ
τ ν ταξιδεύεις στ Fernando Po.

Τ φορτηγ εναι κακοτάξιδα κι ργον,
μ
ς στ ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
τ
ν φορτώνεις μνες ρύζια στ Ραγκον
ε
ν᾿ να πράγμα πο σκοτώνει τος ρτίστες.

Ο πόλοι γίνανε σ μς πολ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλ
ς φορς τ Βόρειο Σέλας
κι
χουν ο πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστε
π δειαν κουτι σπανιόλικης σαρδέλλας.

Στν Ταϊτ ζησε μνες κι Λοτί,
ν πς λιγάκι παρακάτου, στς Μαρκίζες,
πο
λλοτες τρώγανε μπανάνες κι γριες ρίζες,
καλλυντικ
τώρα πουλνε το Coty.

Ο Γιαπωνέζες, τ κορίτσια στ Χιλή,
κι ο
μαρες του Μαρόκου πο πουλνε μέλι,
χουν σν λες τς γυνακες τ δια σκέλη
κα
δίνουν μ τν διο τρόπο τ φιλί.

ατοκτονία, προνόμιο πι στ θηλυκά-
κάποτε κάναμε κι
μες ατ τ σκέψη.
Πεθαίνεις πι
σιγ μ τ ναρκωτικά,
μ
τελευταία κι ατ τχουν νοθέψει.




Coaliers


Στ Ν. Φαμελιάρη

Σ πολιτεες το Καναλιο, στ Λίβερπουλ, στ Σουνς
βλέπει κανε
ς πρω πρωί, στος ντόκους μ τ κρένια,
κάποιους πο
ν δ μοιάζουνε πολ γι ναυτικοί,
πρ
ς τ καράβια δεύουνε γελώντας δίχως ννοια.

Πέντ᾿ ξι ργις τ μπάρκα τους κι μοια τόσο πολύ,
πο
ς ν τ βρον κουράζονται πολλς φορς στ ράδα.
Πλώρη ψηλ
ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι ε
ναι τ πι μεγάλο τους ταξίδι μία βδομάδα.

να βρακ σιδέρωτο φορνε βρωμερ
κα
μία φανέλα π φιλ χειμώνα καλοκαίρι,
να μαντίλι τς φωτις δεμένο στ λαιμ
κα
περπατν τρεκλίζοντας πιασμένοι π τ χέρι.

μως περνον τ τρομερ κανάλι το Saint George
κι
ρθοπλωρίζουνε γι κε πο κυβερνάει πούσι,
πο
τ καραβοφάναρα, βογγώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τ
ν μαθο πο θ τ πρωτακούσει.

Περήφανα το τλαντικο διαβαίνουν τ νερά,
τ
ν φαναριν κολουθώντας πάντα τς σειρνες,
χορεύοντας
να χορ στ κύματ᾿ λαφρό,
πο
ο ναυτικο τν φορτηγν τ λέμε μπαλαρίνες.

Ο Φλαμαντέζοι ναυτικο γελν κα λένε πς
ο
γγλέζοι τος πνιγμένους τος κλανε μία μέρα μόνο
μ
᾿ ν θελαν περισσότερο δ θά χανε καιρό:
δέκα
π᾿ ατ σν φύγουνε, γυρννε πέντε μόνο.

π συνήθεια παίρνουνε σ χρμα τν τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χ
μ κι να κουτ μ βρώμη
μ
τό χουν προτιμότερο ν πιονε τ λεφτά,
πρ
ν φύγουν κα ν τος τραβον στερν στιγμ ο λοστρόμοι.

Μ εναι τ πι καλύτερα πο γνώρισα παιδι
μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυ
δυ πιασμένοι,
κα
δίχως ν τ νιώσουνε καλά, πολλς φορς
βουλιάζουν μ
τ μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.




Μαύρη λίστα


Στν Π. Τζόανο

Εναι κάτι μεσόκοποι καπεταναοι γγλέζοι,
πο
φάγανε τ νιάτα τους στς γέφυρες πάνω,
σ
βάρδιες ξαντλητικές, κοιτώντας τ φανάρια,
σ
θεωρίες παράξενες γι στίγματα, γι μήκη,
πο
λη στ νο τους κλείσανε τ ναυτικ πιστήμη.
Μ
θς π τν κούραση π᾿ τ πολ πο πίναν
πεσαν ξω, τ μεγάλο δίπλωμα τος πραν,
στ
«Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι να χαρτ τος δώσαν,
να χαρτ πο δίνουνε μονάχα στος λοστρόμους.
Κα
τότε ατοί, π κούραση κι π πικρία γιομάτοι,
στ
ς πολιτεες τους μείνανε κα δν ξαναφύγαν.

Ξέρω κάτι μεσόκοπους γγλέζους καπετάνιους,
λκολικούς, μ τς χρυσς πο σχίστηκαν στολές τους,
πο
λη τ μέρα μς στ μπρ γυρίζουνε κα πίνουν,
τσίκλα μασ
ν, ασχρολογον, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μ
σν βραδιάσει κι ρχινν ν φεύγουν τ καράβια,
κάνοντας μέσα στ
νερ το λιμανιο μπρς πίσω,
βγαίνουν α
το κα κρίνουνε μ πεσμα τς μανοβρες.
Πολλ
ς φορς μαλώνουνε, παίζουν γροθις κα βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικ
το Σέφιλντ σκουριασμένα.
χτυπιο
νται κα πεθαίνουνε πάνω σ μπάλες κάμποτ
σ τσουβάλια π᾿ τ Penang μπαχαρικ γιομάτα.




Παραλληλισμοί


Τρία πράματα στν κόσμο ατό, πολ ν μοιάζουν εδα.
Τ
λόλευκα μ πένθιμα σχολεα τν Δυτικν,
τ
ν φορτηγν ο βρώμικες σκοτεινιασμένες πλρες
κα
ο κατοικίες τν κοινν, χαμένων γυναικών.

χουνε μία παράξενη συγγένεια κα τ τρία
παρ
᾿ λη τ μεγάλη τους στ βάθος διαφορά,
μ
μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατ τος λείπει
κίνηση, νεση το χώρου κα χαρά.

Μ