·
Α.
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: "Το μάθημα ... ισχυρίζομαι
πως διδάσκω"
Γενικό ερμηνευτικό
σχόλιο:
Είναι γνωστό ότι ο Πρωταγόρας χρησιμοποιώντας την τέχνη της λογικής και ειδικότερα τους λεγόμενους κοινούς τόπους, δηλαδή προετοιμασμένα θέματα που έπρεπε οι μαθητές του να απομνημονεύσουν, δίδασκε την πολιτική τέχνη στους νέους της Αθήνας, οι οποίοι είχαν πολιτικές φιλοδοξίες. Η φήμη του και το πλήθος των μαθητών του στην Αθήνα συνιστούσαν τεκμήρια της αποτελεσματικότητας του διδακτικού έργου του και ενίσχυαν το κύρος του στους πνευματικούς κύκλους της πόλης και την αυτοπεποίθησή του. Το διδακτικό του έργο συμφωνούσε με το βασικό φιλοσοφικό αξίωμά του ότι «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος», ότι δηλαδή η κοινή λογική του ατόμου αποτελεί τον κριτή και τον γνώμονα του ορθού και, συνεπώς η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη.
Ο Σωκράτης, στο απόσπασμα που μας απασχολεί, δεν παίρνει θέση φανερά υπέρ ή κατά της σοφιστικής θεώρησης των πραγμάτων συνολικά. Όμως ήδη διαφαίνεται η διαφοροποίησή του από την αντίληψη του Πρωταγόρα, καθώς ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε «ικανούς πολίτες», ενώ ο ίδιος σε «αγαθούς πολίτες». Η διαφορά αυτή βρίσκεται στη βάση του στοχασμού και της μεθόδου που επιλέγουν οι δύο συνομιλητές σε όλη τη συνομιλία τους.
Είναι γνωστό ότι ο Πρωταγόρας χρησιμοποιώντας την τέχνη της λογικής και ειδικότερα τους λεγόμενους κοινούς τόπους, δηλαδή προετοιμασμένα θέματα που έπρεπε οι μαθητές του να απομνημονεύσουν, δίδασκε την πολιτική τέχνη στους νέους της Αθήνας, οι οποίοι είχαν πολιτικές φιλοδοξίες. Η φήμη του και το πλήθος των μαθητών του στην Αθήνα συνιστούσαν τεκμήρια της αποτελεσματικότητας του διδακτικού έργου του και ενίσχυαν το κύρος του στους πνευματικούς κύκλους της πόλης και την αυτοπεποίθησή του. Το διδακτικό του έργο συμφωνούσε με το βασικό φιλοσοφικό αξίωμά του ότι «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος», ότι δηλαδή η κοινή λογική του ατόμου αποτελεί τον κριτή και τον γνώμονα του ορθού και, συνεπώς η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη.
Ο Σωκράτης, στο απόσπασμα που μας απασχολεί, δεν παίρνει θέση φανερά υπέρ ή κατά της σοφιστικής θεώρησης των πραγμάτων συνολικά. Όμως ήδη διαφαίνεται η διαφοροποίησή του από την αντίληψη του Πρωταγόρα, καθώς ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε «ικανούς πολίτες», ενώ ο ίδιος σε «αγαθούς πολίτες». Η διαφορά αυτή βρίσκεται στη βάση του στοχασμού και της μεθόδου που επιλέγουν οι δύο συνομιλητές σε όλη τη συνομιλία τους.
1.
«Εὐβουλία»: (<εὖ +
βουλεύομαι = σκέφτομαι σωστά, παίρνω σωστές αποφάσεις)
Ο Πρωταγόρας αρχίζει να απαντά με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν προηγουμένως από τον Σωκράτη σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αυτό που διδάσκει τους νέους είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για:
α) θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα»). Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.
Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την «οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα «οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, είναι σε θέση να διευθετεί σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι η πόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης.
β) θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή. Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα και για τις υποθέσεις της πόλεως.
Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας (στ. 443), ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στον Ἐπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας και γενικά της αρετής των πολιτών και της πόλεως. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων. Εν κατακλείδι, ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
Ο Πρωταγόρας αρχίζει να απαντά με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν προηγουμένως από τον Σωκράτη σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αυτό που διδάσκει τους νέους είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για:
α) θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα»). Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.
Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την «οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα «οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, είναι σε θέση να διευθετεί σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι η πόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης.
β) θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή. Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα και για τις υποθέσεις της πόλεως.
Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας (στ. 443), ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στον Ἐπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας και γενικά της αρετής των πολιτών και της πόλεως. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων. Εν κατακλείδι, ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
2.
«Πολιτική
τέχνη»
Ο όρος «πολιτική τέχνη» αποδίδεται στο κείμενό μας με τους όρους «ἀρετή», «εὐβουλία», «πολιτικὴ ἀρετή» και «ἀνδρὸς ἀρετή». Όλοι αυτοί οι όροι αφορούν τη δράση του ατόμου στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή ως πολίτη, ως υπεύθυνου μέλους δηλαδή της οργανωμένης πολιτικά συμβιωτικής ομάδας, γιατί μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και για το σύνολο. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι με τη διδασκαλία του μπορεί να μεταδώσει στους νέους αρετή, ήθος, ορθή κρίση, φρόνηση και δεινότητα λόγου, ώστε να δρουν με επιτυχία τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες υποθέσεις.
Ο όρος «πολιτική τέχνη» αποδίδεται στο κείμενό μας με τους όρους «ἀρετή», «εὐβουλία», «πολιτικὴ ἀρετή» και «ἀνδρὸς ἀρετή». Όλοι αυτοί οι όροι αφορούν τη δράση του ατόμου στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή ως πολίτη, ως υπεύθυνου μέλους δηλαδή της οργανωμένης πολιτικά συμβιωτικής ομάδας, γιατί μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και για το σύνολο. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι με τη διδασκαλία του μπορεί να μεταδώσει στους νέους αρετή, ήθος, ορθή κρίση, φρόνηση και δεινότητα λόγου, ώστε να δρουν με επιτυχία τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες υποθέσεις.
3.
«... εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους
άνδρες ἀγαθοὺς πολίτες»
Η πολιτική αρετή, σύμφωνα με τον Σωκράτη, συσχετίζεται με τους «άνδρες» και τους «αγαθούς πολίτες».
Ο λόγος για τον οποίο ο φιλόσοφος αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε «άνδρες» είναι γιατί στην αρχαία Ελλάδα μόνον οι άνδρες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Ο ενήλικος ελεύθερος άνδρας είναι ο κύριος του οίκου, δηλαδή είναι αυτός που έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία και δικαιώματα διάθεσης και διοίκησης πάνω στα μέλη της οικογένειας˙ και οι γυναίκες και τα παιδιά και οι δούλοι της οικογένειας κηδεμονεύονται από τον κύριο του οίκου. Στο δημόσιο επίπεδο, οι ενήλικοι ελεύθεροι Αθηναίοι άνδρες είναι οι μόνοι που έχουν δικαιώματα πολίτη, οι μόνοι δηλαδή που έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του δήμου, να εκλέγονται στα διάφορα αξιώματα της πόλεως, να στρατεύονται (πλην ορισμένων εξαιρέσεων), να γίνονται μέλη των δικαστηρίων και να μηνύουν στα δικαστήρια ή να παρουσιάζονται ως μάρτυρες σε αυτά.
Από την άλλη, ο όρος «ἀγαθός» παραπέμπει στο αγαθό της καλοκαγαθίας που διείπε ως αξία την αρχαία ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας άνδρας έπρεπε να είναι «καλὸς κἀγαθός». Συγκεκριμένα, το επίθετο «καλὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα με ωραίο και γυμνασμένο σώμα, ικανό να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ως οπλίτη, ενώ το επίθετο «ἀγαθὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα σώφρονα, συνετό και μετρημένο, με απόλυτη αυτοσυγκράτηση απέναντι στα πάθη, με ικανότητα να κρίνει και να δρα λελογισμένα στον ιδιωτικό και κυρίως στον δημόσιο βίο. Εδώ ο Πρωταγόρας αναφέρεται μόνο στο δεύτερο συστατικό αυτού του ιδανικού, την αγαθότητα, γιατί προφανώς μόνον αυτή ενδιαφέρει τη συζήτηση που διεξάγεται.
Η πολιτική αρετή, σύμφωνα με τον Σωκράτη, συσχετίζεται με τους «άνδρες» και τους «αγαθούς πολίτες».
Ο λόγος για τον οποίο ο φιλόσοφος αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε «άνδρες» είναι γιατί στην αρχαία Ελλάδα μόνον οι άνδρες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Ο ενήλικος ελεύθερος άνδρας είναι ο κύριος του οίκου, δηλαδή είναι αυτός που έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία και δικαιώματα διάθεσης και διοίκησης πάνω στα μέλη της οικογένειας˙ και οι γυναίκες και τα παιδιά και οι δούλοι της οικογένειας κηδεμονεύονται από τον κύριο του οίκου. Στο δημόσιο επίπεδο, οι ενήλικοι ελεύθεροι Αθηναίοι άνδρες είναι οι μόνοι που έχουν δικαιώματα πολίτη, οι μόνοι δηλαδή που έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του δήμου, να εκλέγονται στα διάφορα αξιώματα της πόλεως, να στρατεύονται (πλην ορισμένων εξαιρέσεων), να γίνονται μέλη των δικαστηρίων και να μηνύουν στα δικαστήρια ή να παρουσιάζονται ως μάρτυρες σε αυτά.
Από την άλλη, ο όρος «ἀγαθός» παραπέμπει στο αγαθό της καλοκαγαθίας που διείπε ως αξία την αρχαία ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας άνδρας έπρεπε να είναι «καλὸς κἀγαθός». Συγκεκριμένα, το επίθετο «καλὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα με ωραίο και γυμνασμένο σώμα, ικανό να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ως οπλίτη, ενώ το επίθετο «ἀγαθὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα σώφρονα, συνετό και μετρημένο, με απόλυτη αυτοσυγκράτηση απέναντι στα πάθη, με ικανότητα να κρίνει και να δρα λελογισμένα στον ιδιωτικό και κυρίως στον δημόσιο βίο. Εδώ ο Πρωταγόρας αναφέρεται μόνο στο δεύτερο συστατικό αυτού του ιδανικού, την αγαθότητα, γιατί προφανώς μόνον αυτή ενδιαφέρει τη συζήτηση που διεξάγεται.
Β. Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ
ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΟ "διδακτόν" ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ:
"Μάλιστα, ωραία τέχνη ... μη μας αρνηθείς και κάνε το"
Η θέση του Σωκράτη
Αφού ο Πρωταγόρας διατύπωσε με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του και τη θέση του ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί, τον λόγο παίρνει ο Σωκράτης, ο οποίος εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη:
α) η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και
β) οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.
Αφού ο Πρωταγόρας διατύπωσε με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του και τη θέση του ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί, τον λόγο παίρνει ο Σωκράτης, ο οποίος εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη:
α) η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και
β) οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.
Επιχειρήματα Σωκράτη
Ο Σωκράτης, για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις, διατυπώνει τα εξής επιχειρήματα:
1ο επιχείρημα: «Μάλιστα, ωραία τέχνη ... κάτι που διδάσκεται»
Αποδεικτέα θέση: η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
Συμπέρασμα: Άρα, οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
2ο επιχείρημα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή»
Αποδεικτέα θέση: δεν μπορούν οι άνθρωποι να μεταδώσουν την αρετή σε άλλους ανθρώπους. Επιχείρημα: οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.
Συμπέρασμα: Άρα, η αρετή δεν είναι διδακτή.
Επισήμανση: παρατηρούμε ότι το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται όχι μόνο με τη δεύτερη αποδεικτέα θέση, αλλά είναι κοινό και για την πρώτη αποδεικτέα θέση. Έτσι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα η θέση είναι μία, ότι δηλαδή η αρετή δεν διδάσκεται, και παρουσιάζεται σαν σε σχήμα «ένα με δύο» (ἓν διὰ δυοῖν).
Ο Σωκράτης, για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις, διατυπώνει τα εξής επιχειρήματα:
1ο επιχείρημα: «Μάλιστα, ωραία τέχνη ... κάτι που διδάσκεται»
Αποδεικτέα θέση: η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
Συμπέρασμα: Άρα, οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
2ο επιχείρημα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή»
Αποδεικτέα θέση: δεν μπορούν οι άνθρωποι να μεταδώσουν την αρετή σε άλλους ανθρώπους. Επιχείρημα: οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.
Συμπέρασμα: Άρα, η αρετή δεν είναι διδακτή.
Επισήμανση: παρατηρούμε ότι το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται όχι μόνο με τη δεύτερη αποδεικτέα θέση, αλλά είναι κοινό και για την πρώτη αποδεικτέα θέση. Έτσι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα η θέση είναι μία, ότι δηλαδή η αρετή δεν διδάσκεται, και παρουσιάζεται σαν σε σχήμα «ένα με δύο» (ἓν διὰ δυοῖν).
Κριτική της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη
Τα
επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά.
Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το
πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που είχε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που είχε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β.
Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι
ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά
στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που
αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει … γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα,
αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που
αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της
άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι
πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή
δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου
εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Στο δεύτερο επιχείρημα ο Σωκράτης συγχέει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών με την πολιτική αρετή : o Περικλής ήταν ένας μεγάλος πολιτικός άντρας , που είχε και εξαιρετικές ικανότητες και ως πολιτικός ηγέτης και πολιτική αρετή ως πολίτης . Ο Σωκράτης ορθά ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να κάνει τους γιους του μεγάλους πολιτικούς σαν τον εαυτό του . Αυτό όμως μπορεί να οφείλεται στο ότι ως πατέρας δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό ή σε άλλους λόγους και βέβαια το ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Στο δεύτερο επιχείρημα ο Σωκράτης συγχέει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών με την πολιτική αρετή : o Περικλής ήταν ένας μεγάλος πολιτικός άντρας , που είχε και εξαιρετικές ικανότητες και ως πολιτικός ηγέτης και πολιτική αρετή ως πολίτης . Ο Σωκράτης ορθά ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να κάνει τους γιους του μεγάλους πολιτικούς σαν τον εαυτό του . Αυτό όμως μπορεί να οφείλεται στο ότι ως πατέρας δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό ή σε άλλους λόγους και βέβαια το ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β.
(«Ο Περικλής … να τους εκπαιδεύσουν»:) Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας
εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα
των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την
πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα
να τους μεταδώσει τις αρετές του, είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι
μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν
διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος
αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία
του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και
διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν
φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια
πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με
σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις … τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συναγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών λογικών κρίσεων και ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. Δεν αποτελούν επομένως τεκμήρια αναμφισβήτητου και καθολικού κύρους.
γ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις … τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συναγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών λογικών κρίσεων και ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. Δεν αποτελούν επομένως τεκμήρια αναμφισβήτητου και καθολικού κύρους.
β.
Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος
ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη
διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του
Περικλή ή ο Κλεινίας.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ο Σωκράτης ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ο Σωκράτης ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
Γ. ΟΙ
ΣΩΚΡΑΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ
|
α. Η σωκρατική
ειρωνεία: «σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που
επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι
δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το
όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν
υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί
μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς,
δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον
συνομιλητή του αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του
κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του.
Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι δηλαδή η προσποιητή χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.
- «… ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
- «… ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ …», «… έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «… αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ με την αμφισβήτηση για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
β. Η διαλεκτική μέθοδος: η διαλεκτική είναι η μέθοδος του διαλόγου. Πρωταρχικός στόχος του Σωκράτη είναι να αναιρέσει σταδιακά τις θέσεις του συνομιλητή του θέτοντας απλοϊκές ερωτήσεις και στη συνέχεια να προσπαθήσει με μία νέα συζήτηση να συναγάγει ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας.
Έτσι, στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε τον Σωκράτη να απευθύνει ερώτηση ήπιας και έμμεσης αμφισβήτησης των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;») και έπειτα να διατυπώνει και να εξηγεί τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Βρισκόμαστε δηλαδή στο στάδιο της διαλεκτικής μεθόδου, κατά το οποίο προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα στην αναίρεση των θέσεών του.
γ. Η μαιευτική μέθοδος: με τη χρήση αυτής της μεθόδου γίνεται προσπάθεια να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, όπως η μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να επαναφέρει στη μνήμη του την αλήθεια που ήδη γνωρίζει.
Έτσι στην αρχή της ενότητας προσποιείται ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενο των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω […] κι εννοείς…»), ώστε να κινητοποιήσει τον αντίπαλό του να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Επίσης, στο τέλος του λόγου του τον προκαλεί να αναλύσει «με τρόπο εναργέστερο» το διδακτό της αρετής οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε μια διεξοδική ανάπτυξη των απόψεών του.
δ. Η επαγωγική μέθοδος («ἐπακτικοὶ λόγοι»): επαγωγική είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.
Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.
Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι δηλαδή η προσποιητή χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.
- «… ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
- «… ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ …», «… έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «… αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ με την αμφισβήτηση για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
β. Η διαλεκτική μέθοδος: η διαλεκτική είναι η μέθοδος του διαλόγου. Πρωταρχικός στόχος του Σωκράτη είναι να αναιρέσει σταδιακά τις θέσεις του συνομιλητή του θέτοντας απλοϊκές ερωτήσεις και στη συνέχεια να προσπαθήσει με μία νέα συζήτηση να συναγάγει ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας.
Έτσι, στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε τον Σωκράτη να απευθύνει ερώτηση ήπιας και έμμεσης αμφισβήτησης των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;») και έπειτα να διατυπώνει και να εξηγεί τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Βρισκόμαστε δηλαδή στο στάδιο της διαλεκτικής μεθόδου, κατά το οποίο προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα στην αναίρεση των θέσεών του.
γ. Η μαιευτική μέθοδος: με τη χρήση αυτής της μεθόδου γίνεται προσπάθεια να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, όπως η μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να επαναφέρει στη μνήμη του την αλήθεια που ήδη γνωρίζει.
Έτσι στην αρχή της ενότητας προσποιείται ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενο των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω […] κι εννοείς…»), ώστε να κινητοποιήσει τον αντίπαλό του να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Επίσης, στο τέλος του λόγου του τον προκαλεί να αναλύσει «με τρόπο εναργέστερο» το διδακτό της αρετής οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε μια διεξοδική ανάπτυξη των απόψεών του.
δ. Η επαγωγική μέθοδος («ἐπακτικοὶ λόγοι»): επαγωγική είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.
Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.
Δ. ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: "Όχι,
Σωκράτη ... να σας πω έναν μύθο"
Οι μέθοδοι που
χρησιμοποιούσαν οι σοφιστές ήταν ο μύθος, η διάλεξη και ο σχολιασμός ποιητικών
κειμένων. Στις ενότητες που θα διδαχτούμε, θα παρακολουθήσουμε τον Πρωταγόρα να
χρησιμοποιεί τις δύο πρώτες μεθόδους, για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή
διδάσκεται.
Ε. ΗΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Η ζωντάνια και η
παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη
μας δίνουν τη δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους.
Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία : «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω …», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο».
Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως …», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, …και κάνε το».
Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία : «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω …», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο».
Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως …», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, …και κάνε το».
«...αφού θεωρώ …
έχεις ανακαλύψει μόνος σου»
Η φράση αυτή υποδηλώνει ποιες είναι, κατά τον Σωκράτη, οι πηγές γνώσεις. Αυτές, λοιπόν, είναι:
α. η πείρα: πρόκειται για γνώσεις που προκύπτουν από τα βιώματα και τις καθημερινές εμπειρίες,
β. η μάθηση: πρόκειται για γνώσεις που κατακτώνται με την παιδεία, τη διδασκαλία και τη μελέτη και
γ. η έρευνα: πρόκειται για γνώσεις που είναι αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας.
Η φράση αυτή υποδηλώνει ποιες είναι, κατά τον Σωκράτη, οι πηγές γνώσεις. Αυτές, λοιπόν, είναι:
α. η πείρα: πρόκειται για γνώσεις που προκύπτουν από τα βιώματα και τις καθημερινές εμπειρίες,
β. η μάθηση: πρόκειται για γνώσεις που κατακτώνται με την παιδεία, τη διδασκαλία και τη μελέτη και
γ. η έρευνα: πρόκειται για γνώσεις που είναι αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας.
Η σημασία της έννοιας αρετή : οι όροι «ευβουλία», «ἀνδρός ἀρετή», «πολιτική ἀρετή», «ἀρετή» ήταν στενά
συνδεδεμένοι, ταυτόσημοι θα λέγαμε γι αυτό και εναλλάσσονται στο κείμενο. Η
αρετή αφορούσε τη δράση του ατόμου-πολίτη και στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή.
Αυτή η ταύτιση απορρέει από την αντίληψη ότι η πόλη αποτελεί το πρώτο μέλημα
του ανθρώπου, διότι μόνο μέσα στην πόλη το άτομο μπορεί να καταξιωθεί (να
αποκτήσει δηλαδή αξία) ως προσωπικότητα, να ακεραιωθεί ως χαρακτήρας (να
αναπτύξει την προσωπικότητά του) και να δράσει γόνιμα και ευεργετικά τόσο για
τον εαυτό του όσο και για το κοινωνικό σύνολο.
Λόγια και έργα : όπως και στα ομηρικά χρόνια ο ιδανικός
άνδρας έπρεπε να είναι «μύθων ρητήρ εργων τε πρηκτήρ» έτσι και ο Αθηναίος
πολίτης έπρεπε να συνδυάζει τα λόγια με τα έργα. Στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη άλλωστε, ο
Περικλής επαινεί τους Αθηναίους για την ικανότητά τους να συνδυάζουν τα λόγια
με τα έργα.
«και ωραίος και πλούσιος και από μεγάλη
οικογένεια» :
οι κοινωνικές αξίες που προσδιορίζουν τη θέση ενός Αθηναίου πολίτη.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της
Αθηναϊκής Δημοκρατίας όπως σκιαγραφούνται εδώ:
παρρησία (ελευθερία λόγου)
ισηγορία (ίσα δικαιώματα στο λόγο)
δυνατότητα συμμετοχής όλων των πολιτών στην εκκλησία του
δήμου και στους άλλους θεσμούς
συλλογικότητα
στη
λήψη αποφάσεων
καλλιέργεια υπευθυνότητας στο σύνολο ή, έστω, σε πολύ μεγάλο αριθμό πολιτών
μέσα από τη συμμετοχή τους σε αυτές τις διαδικασίες.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1.
Ποιο
είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα και ποιο στόχο εξυπηρετεί ;
2.
Αποδώστε
το περιεχόμενο των όρων : οίκος , οικεία , πρυτάνεις , Εκκλησία του Δήμου.
3.
Ποιες
μεθόδους χρησιμοποιεί ο Σωκράτης στην ενότητα αυτή ; να αιτιολογήσετε την άποψή
σας με παραπομπές στο κείμενο.
4.
Ο
Σωκράτης διατυπώνει δύο αποδεικτέες θέσεις. Ποιες είναι , με ποια επιχειρήματα
τις στηρίζει και σε ποια συμπεράσματα καταλήγει ;
5.
Τα
επιχειρήματα του Σωκράτη είναι σε γενικές γραμμές ορθά. Ωστόσο μπορούν να
διατυπωθούν κάποιες επιφυλάξεις για την πειστικότητά τους. Ποιες μπορεί να
είναι αυτές και για ποιο λόγο ο φιλόσοφος , κατά τη γνώμη σας , διατυπώνει
επιχειρήματα με ευάλωτες πλευρές ;
6.
Τι
γνωρίζετε για τον μύθο ως μέθοδο διδασκαλίας των σοφιστών ;
7.
Να χαρακτηρίσετε τους δύο συνομιλητές.
8. «Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω, μιλάς για την πολιτική τέχνη και
εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες ἀγαθοὺς πολίτες» : σχολιάστε τους υπογραμμισμένους
όρους στην παραπάνω φράση του Σωκράτη.
9. Ποια ήταν η σημασία του δίπολου « έργα και λόγια» για τους αρχαίους
Έλληνες ;
10. Ποιες πληροφορίες αντλούμε από το κείμενο για την αγωγή των νέων και τη
λειτουργία του πολιτεύματος στην αρχαία Αθήνα ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου