Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΛΑΤΩΝΑ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ , Ενότητα 6η (324 a – c)


·        Εντητα 6η (324 a – c) : Η παιδευτικ σημασα της τιμωρας ως απδειξη του διδακτο της αρετς

·        1. ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΣΤΟΝ ΗΘΙΚΟΠΛΑΣΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ: «νθα δ πς παντ θυμοται κα νουθετε, δλον τι ς ξ πιμελείας κα μαθήσεως κτητς οσης.»

Στην ενότητα αυτή ο Πρωταγόρας αναπτύσσει περαιτέρω και ολοκληρώνει το επιχείρημά του για το διδακτό της αρετής, εστιάζοντας στη σημασία και τη σκοπιμότητα που έχουν οι ποινές στη ζωή της πόλης. Οι Αθηναίοι δεν τιμωρούν τους ανθρώπους με φυσικά ελαττώματα και μειονεκτήματα, τιμωρούν όμως όσους έχουν ηθικά ελαττώματα/μειονεκτήματα και αδιαφορούν για τη διόρθωσή τους με τη φροντίδα και την άσκηση. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, το ότι καθένας θυμώνει και τιμωρεί και συμβουλεύει («ο θυμο κα α κολάσεις κα α νουθετήσεις») όσους δεν έχουν ελαττώματα δοσμένα από τη φύση ή την τύχη, δηλαδή όσους δεν έχουν την πολιτική αρετή, αποδεικνύει ότι αυτή αποκτιέται με μάθηση και διδασκαλία. Αφού οι άνθρωποι με τη φροντίδα και την άσκηση μπορούν να διορθώσουν τα ελαττώματά τους και να βελτιώσουν το ήθος τους, λογικά συνάγεται ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας συνεχίζει να αξιοποιεί ως βάση του σκεπτικού του την κοινή αντίληψη (πς παντ) που έχει η κοινωνία για τον ρόλο της τιμωρίας στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου.


·        2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ

α) «Ε γρ θέλεις ννοσαι τ κολάζειν, Σώκρατες, τος δικοντας τί ποτε δύναται, ατό σε διδάξει τι ο γε νθρωποι γονται παρασκευαστν εναι ρετήν.»

Ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας της ποινής ως επιχείρημα απόδειξης για το διδακτό της αρετής

Ο σοφιστής εισάγει στον λόγο του δεύτερο συλλογισμό, στον οποίο, αξιοποιώντας την υπό όρους αναγκαιότητα της τιμωρίας, αποδεικνύει το διδακτό της αρετής. Η ουσία του αποδεικτικού λόγου του Πρωταγόρα είναι ότι ο άδικος δεν έχει μάθει (ή ενδεχομένως δεν θέλει να μάθει) να συμμορφώνεται με τους ηθικούς κανόνες και, συνεπώς, με την τιμωρία του παραδειγματίζονται οι άλλοι άνθρωποι και σωφρονίζεται ο ίδιος. Το γεγονός της τιμωρίας των ανθρώπων, επειδή αδικοπραγούν, σημαίνει ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν τη διάπραξη της αδικίας, αν είχαν μαθητεύσει στην αρετή. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο παιδευτικός χαρακτήρας της τιμωρίας αποτελεί απόδειξη του διδακτού της αρετής. Και πάλι η σχέση του παιδευτικού χαρακτήρα της τιμωρίας και του διδακτού της πολιτικής αρετής συνιστά μεθερμήνευση της κοινής γνώμης για το θέμα από τον Πρωταγόρα (ο γε νθρωποι γονται).

β) «Ο
δες γρ κολάζει τος δικοντας πρς τούτ τν νον χων κα τούτου νεκα, τι δίκησεν, στις μ σπερ θηρίον λογίστως τιμωρεται˙ δ μετ λόγου πιχειρν κολάζειν ο το παρεληλυθότος νεκα δικήματος τιμωρεται –ο γρ ν τό γε πραχθν γένητον θείη– λλ το μέλλοντος χάριν, να μ αθις δικήσ μήτε ατς οτος μήτε λλος τοτον δν κολασθέντα.»

Η άλογη και η έλλογη τιμωρία

Χρήσιμο είναι να αναφέρουμε τις σημασίες που έχει η λέξη «λόγος» («μετ λόγου») στο κείμενο. Αρχικά, έχει τη σημασία του έναρθρου λόγου, καθώς πρέπει να επιχειρείται ο σωφρονισμός του παραβάτη μέσω νουθεσιών. Επίσης, ο λόγος έχει τη σημασία της διάνοιας, της σκέψης (που εκφράζεται με τον έναρθρο λόγο και την ομιλία), του λογικού, του ορθού λόγου, καθώς αυτός που επιβάλλει τιμωρίες πρέπει να λειτουργεί με βάση τη λογική και όχι με κίνητρα εκδίκησης.
Ο Πρωταγόρας αποδίδοντας παιδαγωγική σημασία στην ποινή προϋποθέτει τη στοιχειώδη έστω λογική και αισθήματα στον άνθρωπο, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα περαιτέρω καλλιέργειας και εξανθρωπισμού. Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος διαθέτει ηθική συνείδηση, περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη, η οποία με την ποινή μπορεί να τον οδηγήσει στην αναθεώρηση των πράξεών του και στην αυτεπίγνωσή του. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η τιμωρία ως σκόπιμη ενέργεια μέσα στην κοινωνία απορρέει και πρέπει να απορρέει από τη λογική. Η λογική είναι η βάση για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, για τη συνεννόηση των ανθρώπων και τη συμβίωσή τους.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ποινή έχει σημασία και σκοπό, είναι δηλαδή προϊόν λογικής. Αποβλέπει στη συνέτιση αυτού που αδικοπραγεί και στον παραδειγματισμό των άλλων, που γίνονται μάρτυρες της τιμωρίας του. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ενστικτώδη εκδήλωση αυτοσυντήρησης που κατατείνει στην εξόντωση του «εχθρού», ούτε για πράξη τυφλής αντεκδίκησης και ανταπόδοσης. Όποιος επιβάλλει ποινές
λογστως
, δεν πιστεύει στον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής. Αντίθετα, η έλλογη τιμωρία είναι ένας τρόπος παροχής βοήθειας προς τον άλλον, αφού αποβλέπει στην ανασυγκρότηση της ανθρώπινης υπόστασης, στη βελτίωσή της και στην αναμόρφωσή της.
Ο Πρωταγόρας προκαλεί διακριτικά τον Σωκράτη με την αντίθεση «
λογστως» και «μετά λόγου», γιατί τον υποχρεώνει να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με ένα από αυτά. Αν ο Σωκράτης φέρει αντίρρηση για τον σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής, τότε συμφωνεί με το «στις σπερ θηρον λογστως τιμωρεται».

O σωφρονιστικός και παραδειγματικός χαρακτήρας της ποινής

Σ’ αυτό το απόσπασμα ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε δύο είδη τιμωρίας κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων:
α) Με το ρήμα τιμωρο
μαι
αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του αδικηθέντος.
β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του.
(Βλέπε και σχόλιο σχολικού βιβλίου: «κολάζει», σελ. 86)
Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες για σωφρονισμό και παραδειγματισμό, απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («ο
γρ ν τό γε πραχθν γένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («το μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:

·        ο σωφρονισμός του παραβάτη («να μ αθις δικήσ μήτε ατς οτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ ξανά στο μέλλον αδίκημα και

·        ο παραδειγματισμός («μήτε λλος τοτον δν κολασθέντα») των υπολοίπων.

γ) «Κα τοιαύτην διάνοιαν χων διανοεται παιδευτν εναι ρετήν˙ ποτροπς γον νεκα κολάζει.»

Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής

Ο Πρωταγόρας, πρωτοπόρος για την εποχή του, εισηγείται τον «αποτρεπτικό χαρακτήρα» της ποινής, ο οποίος ως όρος υπάρχει ως τώρα στη θεωρία του δικαίου. Όταν η οργανωμένη κοινωνία υιοθετεί την τιμωρία ως μέσο για να αποτρέψει τα μέλη της από μελλοντικές αδικοπραγίες, συγχρόνως αποδέχεται ως προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι διαθέτουν εκείνη την ιδιαίτερη ιδιότητα που τους επιτρέπει κάποια στιγμή με την κατάλληλη νουθεσία, άσκηση και καλλιέργεια, να αναθεωρήσουν και να εναρμονιστούν με το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στην ευνομούμενη πολιτεία. Συνεπώς, για τον Πρωταγόρα επιβάλλεται η ποινή για να αποτρέψει από το κακό τους ανθρώπους. Ο σκοπός αυτός είναι η λογική εξήγηση της ύπαρξης της ποινής. Σε αυτό το σημείο, βέβαια, η αναφορά στη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής είναι γενική και μάλλον δεοντολογική (δηλαδή αυτό που είναι ορθό να γίνεται, και όχι αυτό που γίνεται).
δ) «Ταύτην ο
ν τν δόξαν πάντες χουσιν σοιπερ τιμωρονται κα δί κα δημοσί. Τιμωρονται δ κα κολάζονται ο τε λλοι νθρωποι ος ν οωνται δικεν, κα οχ κιστα θηναοι ο σο πολται˙»

Η συναίνεση της κοινής γνώμης για την αποτρεπτικότητα της ποινής και το διδακτο της αρετής

Ο Πρωταγόρας ενισχύει την άποψή του για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής επικαλούμενος και πάλι την κοινή αντίληψη και πρακτική για το θέμα. Η επίκλησή του αυτή δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία επιχειρηματολογίας, αλλά ως συνέπεια των γνωσιολογικών του αρχών, σύμφωνα με τις οποίες η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη. Δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήρια που να εγγυώνται τη μία και μοναδική αλήθεια και, συνεπώς, σε έναν τέτοιο κόσμο σχετικότητας το μόνο έγκυρο κριτήριο που μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι αυτό της γνώμης της πλειοψηφίας.
Έτσι, για τον Πρωταγόρα ισχύει ο σωφρονιστικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο. Στον ιδιωτικό, στις σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια και το σχολείο, και στον δημόσιο, στις σχέσεις των πολιτών με την πολιτεία. Στην ιδιωτική ζωή (
δί), οι γονείς και οι παιδαγωγοί τιμωρούν τα παιδιά και τους μαθητές τους. Στη δημόσια ζωή (δημοσί)
, τα όργανα του κράτους επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους νόμους.
Η αθηναϊκή κοινωνία φαίνεται ότι αποδέχεται τη λογική πως μέσα από την ποινή είναι δυνατόν να διαμορφωθούν ηθικές και σύννομες συνειδήσεις πολιτών. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο ανήκουν και οι Αθηναίοι, τους οποίους αναφέρει ο Πρωταγόρας για να απαντήσει στη θέση του Σωκράτη. Ο τελευταίος είχε ισχυριστεί ότι οι Αθηναίοι δεν πιστεύουν ότι η αρετή είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας με τον συλλογισμό του αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι επιβάλλουν τιμωρίες και, επομένως, πιστεύουν ότι η αρετή διδάσκεται. Χρησιμοποιεί την Αθήνα ως παράδειγμα για να υποστηρίξει τη θέση του, και για λόγους αντικειμενικότητας, καθώς τα παραδείγματα αντλούνται από την αθηναϊκή ζωή, την οικεία στον Σωκράτη, και όχι από την προσωπική του εμπειρία και πατρίδα. Το ύφος μάλιστα του λόγου γίνεται λεπτά ειρωνικό στις φράσεις «...ο
σο πολται·» και «...κα χαλκως κα σκυτοτμου συμβουλεοντος...»

Κριτική του επιχειρήματος του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας

      Το κείμενο αυτό είναι παλαιότερο γραπτό δείγμα που σώζεται στο οποίο καταγράφεται μια προσπάθεια να συλλάβουν οι άνθρωποι την ποινή ως ανθρώπινο θεσμό (κοινωνική κατασκευή) που εξυπηρετεί ορισμένη κοινωνική σκοπιμότητα.

      Για αιώνες οι άνθρωποι σε πολλές και διαφορετικές κοινωνίες έβλεπαν τις ποινές:

      α) μέσα από το πρίσμα του «τελετουργικού άγους», ως μαγική απαλλαγή από κάποιο μίασμα. Σκοπός της ποινής ήταν αφενός μεν η τιμωρία του δράστη, η ικανοποίηση του παθόντος ή των συγγενών του και αφετέρου η αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Οι άδικοι συνήθως έφταναν στην ύβρη, ένα παράπτωμα που συνιστούσε πρόκληση και ασέβεια ενάντια στο θείο. Επομένως η τίσις (=παραδειγματική τιμωρία) ήταν θεάρεστο έργο και η ποινή λειτουργούσε ως αποκατάσταση της διασαλευθείσης ηθικής τάξεως.

     β) την εξίσωναν με τη θεϊκή ανταπόδοση.

Μια σύγχρονη θεώρηση του προβλήματος των ποινών θα έπρεπε να αρθρώνεται σε τρεις παραμέτρους:

     α) ποια είναι η έννοια της ποινής; (ο ορισμός)

     β) τι σκοπό εξυπηρετούν οι ποινές; ποια είναι η αξία του σκοπού αυτού; πώς θεμελιώνουν οι σκοποί αυτοί ηθικά ή λογικά τις ποινές (δικαιολόγηση)

    γ) ποιοι άνθρωποι επιβάλλονται σε ποινές; σε ποιο πλαίσιο; ποια ποινή πρέπει να επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση; (εφαρμογή της έννοιας)

 

Η άποψη λοιπόν του Πρωταγόρα για τον αποτρεπτικό, παιδευτικό και τελεολογικό χαρακτήρα της ποινής κρίνεται ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την εποχή της, στην οποία η ποινή είχε τη μορφή της εκδίκησης. Ο Πρωταγόρας υπερβαίνοντας ιδεολογικά την εποχή του εισηγείται τον εξανθρωπισμό της δικαιοσύνης. Παρόμοιες αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να εφαρμόζονται για πρώτη φορά τα νεότερα χρόνια την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18ος μ.Χ. αιώνας) από τον Ιταλό Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών (1764) : η ποινή είναι πιο αποτελεσματική όταν επιτυγχάνει τη μη επανάληψη του αδικήματος από το δράστη και την αποτροπή των υπολοίπων και όχι αν είναι ιδιαίτερα σκληρή για τον αδικούντα. Για τον Μπεκαρία βασική θέση κατέχει η Λογική, η κατανόηση του κράτους ως ένα είδος συμβολαίου, και, πάνω απ’ όλα, η αρχή της ωφέλειας ή της μέγιστης ευτυχίας του μέγιστου αριθμού ανθρώπων.

Εκτός από την καταδίκη της θανατικής ποινής (βασισμένη σε δύο επιχειρήματα:

α) επειδή το κράτος δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί ζωές και

β) επειδή η θανατική ποινή δεν είναι ούτε χρήσιμη ούτε αναγκαία μορφή τιμωρίας), ο Μπεκαρία ανέπτυξε στην πραγματεία του πληθώρα καινοτόμων αρχών:

α) η τιμωρία πρέπει να έχει προληπτική και όχι κολαστική λειτουργία,

β) η τιμωρία πρέπει να είναι ανάλογη του διαπραχθέντος εγκλήματος,

γ) η βεβαιότητα της τιμωρίας, και όχι η αυστηρότητά της, οδηγεί στην πρόληψη,

δ) οι δικαστικές διαδικασίες πρέπει να είναι δημόσιες και τέλος

  ε) προκειμένου να είναι αποτελεσματική, η τιμωρία πρέπει να είναι άμεση.

Το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους:

α) Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή, είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί, δηλαδή, την αποδεικτέα θέση (ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε το σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου.

β) Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται δεδομένη, αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας (= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Έτσι, ο Πρωταγόρας επικαλείται μάλλον ένα ιδανικό παρά αποδίδει μια ρεαλιστική κατάσταση της εποχής του στην Αθήνα. Για την εποχή του ήταν μάλλον ανεφάρμοστη η σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν περισσότερο την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (βρις) προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην καθημερινότητά τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους.
Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και, συνεπώς, το διδακτό της αρετής, αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν. Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής « η αρετή είναι διδακτή, εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Σωκράτης.

Ο παιδευτικός χαρακτήρας της ποινής και η θανατική ποινή

Και πριν από το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, ο Πρωταγόρας αναφέρθηκε ήδη στην ποινή στην 4η ενότητα, στο πλαίσιο του μύθου. Ο Πρωταγόρας στην 4η ενότητα, διά στόματος Δία στον μύθο, πρότεινε για όποιον δεν συμμετέχει στην αδ και τη δίκη τη θανατική ποινή («κτείνειν ς νόσον πόλεως»). Σ’ αυτή την ενότητα, αντίθετα, μιλά για την παιδευτική σημασία της τιμωρίαςνα μ αθις δικήσ μήτε ατς οτος μήτε λλος τοτον δν κολασθέντα»). Φαινομενικά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση: η θανατική ποινή δεν αφήνει περιθώρια βελτίωσης στον δράστη, άρα αίρεται ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της και συνεπώς η έλλογη σκοπιμότητα που πρέπει να έχει κάθε ποινή. Κατά συνέπεια, η αποδοχή της θανατικής ποινής αντιφάσκει με την αποδοχή του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής εν γένει.
Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «… πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που επιβάλλεται, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας (νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα, επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για να διαφυλάξει την αρμονική συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο.
Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο, αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος. Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους, κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα;
Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους.

·        3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

«στε κατ τοτον τν λόγον κα θηναοί εσι τν γουμένων παρασκευαστν εναι κα διδακτν ρετήν. ς μν ον εκότως ποδέχονται ο σο πολται κα χαλκέως κα σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τ πολιτικά, κα τι διδακτν κα παρασκευαστν γονται ρετήν, ποδέδεικταί σοι, Σώκρατες, κανς, ς γέ μοι φαίνεται.»
Ο Πρωταγόρας συγκεφαλαιώνει τα συμπεράσματά του απευθυνόμενος στον Σωκράτη. Καταλήγει, λοιπόν, στις εξής τρεις θέσεις:
α) η αρετή είναι διδακτή.
β) αυτή είναι και η θέση των Αθηναίων, γι’ αυτό σωστά ο κάθε πολίτης ανεξάρτητα από το επάγγελμά του, είτε είναι χαλκιάς είτε τσαγκάρης, έχει το δικαίωμα να συμβουλεύει για τα πολιτικά.
γ) ανασκευή του ισχυρισμού του Σωκράτη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.

α) «
στε κατ τοτον τν λόγον κα θηναοί εσι τν γουμένων παρασκευαστν εναι κα διδακτν ρετήν»
Με το πρώτο συμπέρασμα ο Πρωταγόρας επαναδιατυπώνει την αρχική του θέση, ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχθεί. Εφόσον κάποιος κάνει χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί˙ θεωρεί, δηλαδή, ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να μεταβληθεί.
β) «
ς μν ον εκότως ποδέχονται ο σο πολται κα χαλκέως κα σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τ πολιτικά»
Το δεύτερο συμπέρασμα συνιστά την απάντηση του Πρωταγόρα στο πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη (ενότητα 1η: «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν … αυτό είναι κάτι που διδάσκεται»). Έχει, λοιπόν, από τη μια αποδείξει ότι αποδέχεται την άποψη του Σωκράτη για την καθολικότητα της αρετής και από την άλλη έχει ανασκευάσει τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας συχνά επικαλούνταν την κοινή γνώμη της αθηναϊκής κοινωνίας και προσάρμοζε σε αυτή και στις εμπειρικές εφαρμογές της τις απόψεις του για το διδακτό της αρετής. Έτσι, η στάση της αθηναϊκής κοινωνίας εδώ φαίνεται να δικαιώνεται μέσα από το επιχείρημά του.
γ) «…κα
τι διδακτν κα παρασκευαστν γονται ρετήν, ποδέδεικταί σοι, Σώκρατες, κανς, ς γέ μοι φαίνεται.»
Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (
κανς), πιστεύοντας ότι αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής του. Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «ς γέ μοι φαίνεται».

·        ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Αντίθεση : λογίστως … δ μετ λόγου.
Λιτότητα : ο
χ κιστα, μ
λογίστως.
Υπερβατό :
ς ξ πιμελείας κα μαθήσεως κτητς οσης, δ μετ λόγου πιχειρν, παρασκευαστν εναι κα διδακτν
ρετήν.
Παρομοίωση :
σπερ θηρίον

·        ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Θυμοται < θυμόομαι –ομαι < θυμός < θύω (= κινούμαι με ορμή): θυμωμένος, ράθυμος, ραθυμία, αμφιθυμία, θυμοειδής, θυμηδία, εύθυμος, ευθυμία, πρόθυμος, προθυμία, απρόθυμος, απροθυμία, οξύθυμος, λιποθυμία, λιποθυμικός, επιθυμία, κυκλοθυμικός, θυμόσοφος.
νουθετε
< νος + τίθημι:
νουθεσία, νουθέτηση, νουθέτημα, νουθετητής.
α. νο
ς: < νοέω -:
νους, νόηση, νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, κατανόηση, επινόηση, παρανόηση, διανόηση.
β. τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία, θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός, θεμέλιο, θεμελιώδης.
κτητ
ς < κτμαι:
κτήμα, κτήση, κτητικός, κτηματικός, κτηματομεσίτης, κτήτορας, κτηματίας, ιδιοκτήτης, πλοιοκτήτης, ιδιόκτητος.
ο
σης < εμί:
ουσία, παρουσιαστικό, ευπαρουσίαστος, εσθλός, έτυμον, ετυμολογία, ετυμολογικός, όντως, οντολογικός, οντολογία, παροντικός, παρουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, συνουσία, απουσία.
θέλεις < θέλω:
θέλημα, εθελούσιος, αθέλητος, θεληματικός, εθελοντικός, εθελοντισμός, εθελοντής, εθελοθυσία, εθελόδουλος.
ννοσαι < ν + νοέω -: < νος:
νους, νόηση, , νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, νοερός, ευνόητος, απρονοησία, νοησιαρχία, παρανόηση, κατανόηση, συνεννόηση, νοητικότητα, νοηματοδότηση, ανόητος, νοερός, νοηματικός, νοήμων, νοησιοκρατία, ακατανόητος.
τ
κολάζειν (ουσιαστικοποιημένο απαρέμφατο) < κολάζω < κόλος (= κοντός, βραχύς, πρβλ. κολοβός, κόλουρος) + άδ-j-ω:
ακόλαστος, κόλαση, κολάσιμος, κολασμένος, κολασμός, κολαστήριο, κολαστής, κολαστικός.
δικοντας (< δικ < δικος < στερ. + δίκη):
αδικία, αδίκημα, αδικημένος, άδικος, αδικοπραγία, αδικοσκοτωμένος, αδικοσφαγμένος, αδικοχαμένος, αδικοχαμός, αδίκως.
δύναται < δύναμαι: δυνατός, δυνατότητα, δύναμη, δυναμικός, ενδυνάμωση, δυναμικό (το), δυναμισμός, δυνητικός, δυνάστης, δυναστεία, καταδυνάστευση, δυναμίτης, αδυναμία, αδύναμος, δυναμωτικό, δυναμικότητα, δυναμισμός, δυναμίτης, δυναμογόνος, δυναμογράφος, δυναμοηλεκτρισμός, δυναμόμετρο.
γονται < γέομαι –ομαι:
ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγεμονικός, ηγούμενος, ηγουμενικός, ηγετικός, υφηγεσία, προηγουμένως, ηγήτορας, ηγούμενος, ηγουμενία, ηγουμενικός, Ηγουμενίτσα, ηγουμενοσυμβούλιο, ηγουμενείο, περιήγηση, περιηγητής, περιηγητικός, αφήγηση, αφηγητής, αφηγηματικός, αφηγηματικότητα, διήγηση, διήγημα, διηγηματικός, καθηγητής, εξήγηση, επεξήγηση, επεξηγηματικός, παρεξήγηση, εισήγηση, εισηγητής, προηγούμενος, καθηγητής.
χων < χω:
εξής, σχέση, σχεδόν, σχολείο, σχετικός, κατεχόμενος, κάτοχος, πάροχος, κατοχή, παροχή, εξοχή, σχόλη, σχολή, σχέδιο, σχεδιασμός, σχεδιαστής, σχετικός, άσχετος, σχετικότητα, σχεδίαση, σχεδιαστήριο, σχήμα, σχηματικός, σχηματισμός, έξοχος, εξοχότητα.
τιμωρε
ται < τιμωρέω – < τιμωρός < τιμάορος < τιμή + ορος (= φύλακας, φρουρός) [η λέξη επιδέχεται και τις εξής επιπλέον ετυμολογήσεις: < τιμή + ρα = φροντίδα,  και < τιμή + ρνυμαι = παίρνω]:
τιμώρημα, τιμώρηση, τιμωρία, ατιμώρητος, ατιμωρησία, τιμωρός, ακταιωρός, εμβρυωρός, θεωρός, θυρωρός, ολίγωρος, τιμή, τιμητικός, τίμημα, τίμημα, τιμητής, τίμιος, τιμιότητα, έντιμος, εντιμότητα, άτιμος, ατιμία, πρόστιμο, επιτίμηση, επιτιμητικός, αποτίμηση, εκτίμηση, εκτιμητής, διατίμηση, υποτίμηση, υποτιμητικός, προτίμηση, τιμολόγιο, τιμοκατάλογος, τιμοκρατία, τιμοκρατικός, αντίτιμο.
πιχειρν < πιχειρ < π + χείρ:
επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματολογία, επιχειρησιακός, εγχείρημα, εγχειρίδιο, χειροπιαστός, χειροποίητος, χειροδύναμος, επιχειρηματικότητα εγχείρηση, μετεγχειρητικός, επιχείρηση, διαχείριση, διαχειριστής, επιχείρημα, μεταχείριση, μεταχειρισμένος, υποχείριο, χειρολαβή, χειράμαξα, χειραφέτηση, χειραγώγηση χειραψία, χειρισμός, χειριστής, χειροκρότημα, χειρονομία, χειροτεχνία, χειροτονία, χειρουργός.
παρεληλυθότος < παρέρχομαι / πάρειμι: ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, συνέλευση, ελεύθερος, Ελευθέριος, απελευθερωτικός, ελευθερωτής, ελευθερόστομος.
γένητον < (στερητικό) + γίγνομαι:
γένος, γενεά, γενιά, γόνος, γονίδιο, γονέας, γένεση, άγονος, πρόγονος, εγγονός, γεγονός, γενέτειρα, γυνή, γηγενής, γενετήσιος, γνήσιος, ευγενής, πρωτογενής, εγγενής, ενδογενής, εξωγενής, νεογνό, γενέθλιος, ιθαγενής, συγγενής, γενικός, γονικός, γόνιμος, γονιμότητα, υπογονιμότητα.
θείη < τίθημι: θέση, ανάθημα, νομοθέτης, θεσμός, παρακαταθήκη, σύνθετος, πρόσθετος, θεμέλιος, θετός, υποθήκη.
δν < εδον < - Fιδ -ον του ρ. ρ:
είδος, είδωλο, ειδύλλιο, ειδεχθής, ανθρωποειδής, ελικοειδής, χονδροειδής, τριγωνοειδής.
δί:
ιδιώτης, ιδιωτικός, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτελής, ιδιοτέλεια, ιδιότροπος, ιδιοχρησία, ιδιόλεκτος, ιδίωμα, ιδιωματικός.
πολ
ται < πόλις:
πολίτευμα, πολιτικός, πολιτευτής, πολιτεία, πόλη, κωμόπολη, πολιτεία, κοινοπολιτεία, πολίτης, συμπολίτης, πολιτικός, πολιτειακός, πολιτικάντης, πολιούχος, πολιτικοποίηση, πολιτικολογία, αντιπολίτευση, μεταπολίτευση, πολιτισμός, πολιτισμικός, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, απολίτικος, απολιτικοποίηση, πολιτάρχης, πολιτειολογία.
λόγον < λέγω: λέξη, λεξικό, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, έπος, ρήμα, ρητό, ρήση, επίρρημα, απόρρητος, ρήση, ρήτορας, ρητορικός, παρρησία, πρόλογος, διάλογος, άρρητος, ρήτρα, λέξημα, διάλεξη, συνδιάλεξη, λεξικό, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λεξικογράφος, λεκτικός, κυριολεξία, κυριολεκτικός, δυσλεξία, δυσλεκτικός, ιδιόλεκτος, διάλεκτος, μονολεκτικός, μονόλογος, διαλογικός, υπόλογος, παράλογος, έλλογος, επίλογος, ομολογία, αναλογία, αναλογικός, απολογία, απολογητικός, έπος, επικός, ανείπωτος.
ποδέχονται < π + δέχομαι:
δοχείο, δέκτης, δεξαμενή, αποδοχή, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή, αποδεκτός, ανάδοχος, δεξιός, παραδεκτός, απαράδεκτος, αποδέκτης, δόκανο, ακατάδεκτος, ευπρόσδεκτος, αναδεξιμιός, δεκτός, διάδοχος, ανάδοχος, δοκιμή, δοκιμάζω.
σκυτοτόμου < σκ
τος (τ) + τέμνω:
σκυτάλη, σκυταλοδρομία, σκύτινος, σκυτοτομώ, σκυτοτομείο, σκυτοτομικός, τομή, τόμος, τμήση, τμήμα, τεμάχιο, διχοτόμος, επιτομή, διατομή, σύντομος, τέμενος, ταμίας, απότομος, επίτομος, διατομή, κατατομή, περιτομή, νεκροτομή, λοβοτομή, προτομή, σύντομος, συντομογραφία, ανατομία, καινοτομία, ρυμοτομία, κατάτμηση, σύντμηση.
συμβουλεύοντος < συμβουλεύω < σ
ν + βουλεύω < βούλομαι [υπάρχει και δεύτερη ετυμολόγηση: το ρήμα παρασύνθετο < συμβουλ < συν + βουλ < βούλομαι]:
βουλή, βούλευμα, προβούλευμα, διαβούλευση, εκδούλευση, βουλευτής, βούληση, βουλησιαρχία, βουλευτιλίκι, βουλευτίνα, βουλησιοκρατία. συμβουλή, σύμβουλος, συμβούλιο, κοινοβουλευτικός.
ποδέδεικται < π + δείκνυμαι:
αποδεικτικός, δυσαπόδεικτος, αναπόδεικτος, αυταπόδεικτος, δείξιμο, δείκτης, δείγμα, ένδειξη, υπόδειξη, απόδειξη, παράδειγμα, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, υπόδειγμα, δειγματολόγιο, δειγματοληψία.
φαίνεται < φαίνομαι: φάσμα, φαινόμενο, φανός, φανερός, φανάρι, φάντασμα, φαντασία, φανταστικός, φαντασίωση, φαντασμαγορικός, άφαντος, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, διαφανής, αφανής, περιφανής, καταφανής, φως, φαεινός, Φανή, Θεοφάνεια, απόφανση, περιφανής, εμφαντικός, έμφαση, πρωτόφαντος, τροφαντός.

Η έννοια της ποινής: Σωφρονισμός -παραδειγματισμός - θανατική «ποινή»

Ο Φραντς Κάφκα στη σκιαγραφία του σύγχρονου ανθρώπου παρουσιάζει το άτομο, που προσπαθεί μάταια να βρει διέξοδο και λύτρωση. Ο άνθρωπος βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα στο άλυτο πρόβλημα της εκλογής, όπου τ' αντίθετα συμπίπτουν: η ελευθερία και η φυλακή. Κάθε εκλογή έχει μέσα της το στοιχείο της έπαρσης και της ενοχής. Η ενοχή όμως τιμωρείται και, για ν' αποφέρει θετικά για το κοινωνικό σύνολο αποτελέσματα, είναι απαραίτητη η φόρτιση της τιμωρίας μ' ένα στοιχείο σωφρονισμού για τον κατηγορούμενο και παραδειγματισμού για τους άλλους.

Αυτό είναι μια εκπεφρασμένη από παλιά άποψη, την οποία ανέπτυξε διεξοδικά ο περίφημος Ιταλός ποινικολόγος Τσεζάρε Μπεκαρία με το έργο του «Περί εγκλημάτων και ποινών». Σκοπός της ποινής, γράφει ο Μπεκαρία, δεν είναι η εκδίκηση, αλλ' ο σωφρονισμός αυτού που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων. Άρα, ο σκοπός της ποινής είναι η πρόληψη υπό δύο έννοιες: γενική πρόληψη του κακού, δηλαδή ν' αποτρέψει πολλούς άλλους από το να θελήσουν ν' αδικήσουν (σωφρονισμός) και ειδική πρόληψη, ν'αποτρέψει, δηλαδή, το συγκεκριμένο άτομο από το να ξαναεγκληματήσει. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οποιαδήποτε κι αν είναι τα ελατήρια, που ώθησαν το άτομο που διέ-πραξε το αδίκημα —έστω κι αν αυτά δε φαίνονται άμεσα—, η ποινή που θα του επιβληθεί είναι αναγκαίο να έχει έναν εξαγνιστικό, καθαρτικό χαρακτήρα, μ' άλλα λόγια να παίξει ένα ρόλο νουθέτησης κι όχι να φορτίζεται με το στοιχείο της εκδίκησης, γιατί τότε πια η τιμωρία παύει να είναι ποινή. Τιμωρία στ' αρχαία ελληνικά σημαίνει, σε πρώτη σημασία, βοήθεια, αρωγή, συνδρομή. Κατά μία έννοια, συνδρομή παραμένει και με την έννοια της ποινής, εφόσον συμβάλλει στον «επανανθρωπισμό» του εγκληματία. Αντίθετα, μια πράξη βίας, αν αντιμετωπιστεί πάλι με βία, θα επιφέρει στην ψυχή του δράστη περισσότερο μίσος τόσο για τη δικαιοσύνη, όσο και για την κοινωνία, με αποτέλεσμα το έγκλημα να επαναληφθεί περισσότερο βίαιο και αποτρόπαιο, αλλ' ίσως πιο τεχνικά σχεδιασμένο. Αν και τη δεύτερη φορά επιβληθεί τιμωρία πάλι με τη μορφή εκδίκησης, πιο σκληρή από την προηγούμενη, το μίσος θ' αυξηθεί και θα ξαναεκτονωθεί σε τρίτο έγκλημα, ακόμη χειρότερο. Έτσι είναι φανερό ότι θα έχουμε μια ακολουθία εγκλημάτων, συνοδευόμενη ταυτόχρονα από μια αντίστοιχη ακολουθία ποινών. Το κακό, λοιπόν, θ' αναπαράγεται και το αποτέλεσμα θα είναι να "πείσουμε" τον εγκληματία να παραμείνει παντοτινός "πελάτης" των δικαστηρίων και των φυλακών.

Η λύση επομένως δεν είναι δυνατό ν' αναζητηθεί μέσα  από την επιβολή τέτοιου είδους ποινών αλλά μόνο μέσα από το σωφρονισμό του εγκληματία, γιατί έτσι θα πεισθεί για το λάθος του, θα μπορέσει να δει αντικειμενικότερα την πράξη του, σε συνάρτηση όχι πια με τους υποκειμενικούς παράγοντες, που τον οδήγησαν να ενεργήσει έτσι, αλλά των γενικότερων συνθηκών, που άπτονται και των περιπτώσεων του θύματος. Η οπτική γωνία, που θα του υποδειχθεί να εξετάσει την πράξη του, θα είναι περισσότερο πολύπλευρη και συνεπώς σωστότερη, εφόσον θα εξετάσει σ' όλο το βάθος και πλάτος το έγκλημά του -όπως κι αν εκδηλώθηκε αυτό- χωρίς να υποτάσσεται σε μικροπρεπείς υποκειμενικότητες, που εμποδίζουν να τοποθετηθεί σωστά απέναντι στην πράξη του.

Με το σωφρονισμό του καταδικαζομένου πετυχαίνουμε το σημαντικότερο αποτέλεσμα, που έγκειται στο να πεισθεί αυτός για το έγκλημά του, ώστε όχι μόνο να μην το επαναλάβει, αλλ' ούτε -στο μέτρο που μπορεί- ν' αφήσει κι άλλους να το διαπράξουν. Έτσι ο χτεσινός εγκληματίας, γίνεται σήμερα ανασχετικός παράγοντας στην επέκταση του εγκλήματος. Αυτό συνιστά την ουσία του πραγματικού σωφρονισμού. Γιατί είναι βέβαια επιτυχία το να εμποδίσει η ποινή έναν εγκληματία να μην επαναλάβει την πράξη του, όμως το να μπορέσει να τον σωφρονίσει σε βάθος, με αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος εμπόδιο στην εγκληματική ενέργεια κάποιου άλλου, αποτελεί πολλαπλή επιτυχία και μόνο σ' αυτήν τη βάση μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη στην πιο άρτια μορφή της.

Εάν, λοιπόν, η οικογένεια δεν κατόρθωσε να δώσει στο άτομο μια σωστή αγωγή, εάν το σχολείο ή το ευρύτερο περιβάλλον του το επηρέασαν αρνητικά στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς κι αν, τέλος, κάποια δυσλειτουργία ορισμένων θεσμών ή κάποια δυσμενής συγκυρία σε συνάρτηση με κάποιους υποκειμενικούς παράγοντες στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων, το οδήγησαν στο έγκλημα, οφείλει η πολιτεία, χρησιμοποιώντας το θεσμό της δικαιοσύνης, να επαναφέρει τον εγκληματία στην ευθεία και να τον προσανατολίσει σε κάποιες αξίες και να του εμπεδώσει κάποιες αρχές, πείθοντάς τον έτσι ν' αποφύγει νέες παρεκτροπές. Για πολλούς ευαισθητοποιημένους ανθρώπους η ποινή στη μορφή, τουλάχιστον, που την ξέρουμε, είναι απαράδεκτη. Πιστεύεται ότι ο εγκληματίας είναι ψυχικά ασθενής και δε χρειάζεται τιμωρία αλλά θεραπεία. Συνεπώς, η πολιτεία είναι προτιμότερο να κτίζει όχι φυλακές αλλά  ειδικού τύπου θεραπευτήρια, που να λειτουργούν ως εκπαιδευτήρια. Όσο κι αν μοιάζει χιμαιρική η φράση του Αδαμαντίου Κοραή πως «και η πλέον θηριώδης ψυχή,ακούουσα τα αθάνατα παραγγέλματα των αρχαίων συγγραφέων της ελληνικής γλώσσης, θα μεταβληθεί εις ενάρετον», εν τούτοις είναι η πλέον ρεαλιστική. Μόνο μορφώνοντας το κεφάλι των ανθρώπων, δε θα χρειαστεί ποτέ η πολιτεία να το κόψει, έλεγε ο Ουγκό.

Θα πρέπει ακόμη μέσα στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας ν' αναγνωρίζεται στον πολίτη το δικαίωμα του «σφάλλειν»: Μόνο οι δικτάτορες είναι «αλάνθαστοι»! Όμως, από την άποψη αυτή και η ποινή είναι ένα δικαίωμα, έστω και αρνητικό. Είναι λάθος να συνυφαίνεται το δικαίωμα μόνο με τον ωφελιμισμό, μ' αυτό που μας εξυπηρετεί προσωπικά. Ο Ντοστογιέφσκη πιστεύει πως η ελευθερία υπάρχει στο παράπτωμα. Παράπτωμα χωρίς τιμωρία δε νοείται. Άρα, η τιμωρία είναι το τίμημα της ελευθερίας. Γι' αυτό συνιστούσε στους ενόρκους να τιμωρούν τους εγκληματίες, αποδίδοντάς τους την αξιοπρέπεια του ενόχου. Θεωρούσε τη μεταβίβαση της ευθύνης στην ένοχη κοινωνία ως την έσχατη προσβολή κατά του ανθρώπινου προσώπου. Ακόμη κι ο ένοχος έχει δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, παρατηρεί ξένος διανοητής. Η αποενοχοποίηση και η ατιμωρησία την αφαιρεί.

Όπως προαναφέρθηκε, η ποινή παίζει διπλό ρόλο. Πέρα' από το σωφρονισμό αυτού που διέπραξε το αδίκημα, πρέπει να συντελεί και στον παραδειγματισμό των άλλων. Όταν ο εγκληματίας τιμωρηθεί με πνεύμα σωφρονιστικό και τελικά πεισθεί για την ενοχή του, είναι φυσικό να παραδειγματιστούν και πολλοί, όταν διαπιστώσουν ότι ο δράστης αποστρέφεται την πράξη του. Βλέποντας, δηλαδή, τον εγκληματία τιμωρημένο, μετανιωμένο και σωφρονισμένο, είναι δύσκολο να μην παραδειγματιστεί από αυτόν κάποιος, που είχε ροπή προς την αδικία και να μην κρατηθεί μακριά από αυτή. Γιατί σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη παραδείγματος απ' αυτήν που προσφέρει ο σωφρονισμός του ίδιου του ενόχου.

 Μια τέτοια, λοιπόν, ποινή, που ανταποκρίνεται στη διπλή της αποστολή, να επενεργεί, δηλαδή, σωφρονιστικά προς την κατεύθυνση του ενόχου και παράλληλα να λειτουργεί ως παράδειγμα για πολλούς άλλους, μπορεί, χωρίς κανέναν ενδοιασμό να θεωρηθεί ως μια ολοκληρωμένη ποινή, ως ποινή που έχει υλοποιήσει τους στόχους της. Γιατί, ενώ από τη μια θα έχει βοηθήσει τον εγκληματία να συναισθανθεί την ενοχή του και ν' αποφύγει την επανάληψη αδικημάτων, από την άλλη βοηθώντας τον να εναρμονίσει τη συμπεριφορά με τους κανόνες εκείνους που καθορίζουν αρτιότερες συνθήκες διαβίωσης, δημιουργεί το κοινωνικό πρότυπο, που λόγω κακού παρελθόντος κι έντιμου παρόντος αυξάνει την επιρροή του στα κοινωνικά μέλη.

Φυσικά μια κοινωνία πρέπει να είναι δημοκρατική, αλλά δεν πρέπει να είναι αφελής. Δεν επιτρέπεται στ' όνομα καμιάς δήθεν σωφρονιστικής σκοπιμότητας η επίδειξη ανοχής. Η τιμωρία -έστω και μικρή- πρέπει να είναι βέβαιο πως θα επιβληθεί. Η ατιμωρησία γεννά την ηθική παραλυσία κι εκτρέφει κάθε λογής αντικοινωνικές συμπεριφορές. Χρειάζεται -τουλάχιστον για τις ατελείς συνειδήσεις- ο φόβος της ποινής. «Ἵνα δέος (= φόβος), ἔνθα καί αἰδώς», έλεγαν οι αρχαίοι με την κομψή τους εκφορά, ενώ ο Μπεκαρία το έλεγε πιο παραστατικά: «Αρχή σοφίας ο νόμος του... χωροφύλακα». Όχι βέβαια πως η αστυνόμευση είναι πανάκεια για την εξάλειψη των αδικιών, όμως χωρίς αστυνομική εποπτεία, χωρίς σοβαρή λειτουργία δικαιοσύνης, το άτομο που έχει αντικοινωνικές τάσεις αποθρασύνεται, βλέποντας μια κοινωνία ανεκτική απέναντι του. Η ατιμωρησία υποθάλπει το έγκλημα, που βρίσκει πρόσφορο έδαφος για ν' αναπτυχθεί. Αυτό θα επιφέρει και μια άλλου είδους κοινωνική εκτροπή. Όταν η πολιτεία δεν τιμωρεί, θ' αρχίσουν να τιμωρούν οι πολίτες. Κι αυτό ούτε τον αδικήσαντα συμφέρει (είναι γνωστά τ' αποτελέσματα του νόμου του Λιντς[1]), ούτε τους αδικημένους (που εξομοιώνονται σε αγριότητα με τους αδικητές), ούτε φυσικά και την κοινωνία, γιατί ο νόμος της αυτοδικίας ξαναγυρίζει τον άνθρωπο στο νόμο της ζούγκλας.

 Υπάρχει, τέλος, και το θέμα της θανατικής «ποινής», που τα τελευταία χρόνια επανέρχεται διαρκώς στο πεδίο των έντονων συζητήσεων, λόγω της κατακόρυφης αύξησης της βίας και του εγκλήματος. Προσωπικά πιστεύουμε πως η εκτέλεση του ενόχου δεν είναι ούτε λύση αλλ' ούτε και ποινή. Κάθε ποινή, όπως είπαμε προοιμιακά, πρέπει να έχει το στοιχείο του σωφρονισμού. Θα ήταν αφέλεια, λοιπόν, να μιλάμε για σωφρονισμό, αναφερόμενοι σε μελλοθάνατους. Όσον αφορά στον τομέα του παραδειγματισμού, κυριαρχεί η άποψη πως η θανάτωση του εγκληματία είναι το αποτελεσματικότερο μέτρο αποτροπής. Η «αποτελεσματικότητα» όμως αυτή οφείλεται στο φόβο· και όταν η συμπεριφορά των πολιτών καθορίζεται από αυτόν, τότε είναι σωστότερο να μιλάμε για τρομοκρατία κι όχι για δημοκρατία. Η δημοκρατία απαιτεί ελευθερία κι η ελευθερία σημαίνει δυνατότητα επιλογών, χωρίς τρομοκρατικούς εξαναγκασμούς. Όταν όμως ο φόβος χαράζει την κατευθυντήρια γραμμή των πράξεών μας, δημιουργεί τον τρομοκρατημένο υπήκοο, που είναι ανίκανος να υπηρετήσει δημοκρατία. Εξάλλου, ο φόβος δεν εξαλείφει το έγκλημα· απλώς το αναβάλλει.

 Ακόμη η θανατική εκτέλεση, ως ακραία περίπτωση ποινής, οδηγεί τον εγκληματία σε ακραίες αποφάσεις μέσα από ψυχολογικές διαδικασίες, που καταλήγουν στο να εγκληματεί, αδιαφορώντας για τη θανατική του καταδίκη. Όταν, δηλαδή, ο εγκληματίας γνωρίζει πως η τιμωρία που θα του επιβληθεί είναι ο θάνατος, οδηγείται σε περισσότερο ειδεχθή[2] και φρικιαστικά εγκλήματα, για να εκδικηθεί από τα πριν το θάνατό του. Θα είναι ίσως ανεπίτρεπτη μωρία, να επαναφέρουμε τη θανάτωση ως τιμωρία. Γιατί, ας μη μας διαφεύγει πως πάντοτε εμφωλεύει ο κίνδυνος της ηρωοποίησης. Συχνά ειδεχθείς εγκληματίες, που εκτελέστηκαν, πέρασαν στο θρύλο, έγιναν τραγούδι και λαϊκά ινδάλματα[3]. Ο θάνατός τους λειτούργησε στη λαϊκή συνείδηση μ' έναν ιδιότυπο τρόπο, ώστε να προβάλλονται ως πρόμαχοι των λαϊκών συμφερόντων κατά της κρατικής εξουσίας.

 Πέρα  απ' όλα αυτά η θανατική εκτέλεση απαιτεί κι εκτελεστές. Είναι θλιβερό να υπάρχουν κατ' επάγγελμα δήμιοι, ακόμη θλιβερότερο θανατοποινίτες να εξαγοράζουν τη ζωή τους με το να γίνονται δήμιοι και ακόμη πιο τραγικό κάποια ανυποψίαστα παιδιά του λαού, που καλούνται να υπηρετήσουν την πατρίδα, να μεταβάλλονται ξαφνικά κάποιο πρωινό σε μέλη εκτελεστικού αποσπάσματος. Να συμμετέχουν, δηλαδή, στην εκτέλεση κάποιου, που έστω κι αν είναι κακούργος, δεν παύει να είναι άνθρωπος. Κάποτε στο παρελθόν είχαμε περιπτώσεις αυτοκτονίας στρατιωτών και πάντα περιπτώσεις βαθύτατων ψυχικών κλονισμών. Ας προστεθεί ακόμη ότι η δημόσια εκτέλεση αποτελούσε παλιά είδος λαϊκού θεάματος, που σημαίνει πως ο λαός εθιζόταν στο αίμα ή ερεθιζόταν από το αίμα. Άρα, ούτε κι από την άποψη αυτή βλέποντας το ζήτημα, μπορούμε να θεωρήσουμε τη θανατική τιμωρία ως ποινή.

 Έτσι, λοιπόν, η ακραία ποινή του θανάτου θεωρήθηκε ακραίο έγκλημα και, κατά συνέπεια, αποτελούσε ανάγκη η κατάργησή της για τη βελτίωση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, για την περισσότερη ασφάλεια των πολιτών και κυρίως για την ηθικοποίησή τους. Επί αιώνες η θανατική ποινή εφαρμοζόταν αδιάλειπτα και συστηματικά. Αυτό δεν έκανε τους ανθρώπους ηθικότερους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθούν νέοι τρόποι για την περιστολή και καταστολή του εγκλήματος. Η κατάργηση της θανατικής ποινής βοήθησε θετικά προς την κατεύθυνση αυτή. Αναγνωρίστηκε πως ένα κεφάλι γίνεται καλύτερο, όταν το μορφώνεις κι όχι όταν το... κόβεις.

 Στις μέρες μας, που η υπαρξιακή αγωνία κι ανασφάλεια διαρκώς επιτείνονται κι επεκτείνονται, καθώς οι δείκτες της βίας και της εγκληματικότητας ακολουθούν. συνεχώς μια ανιούσα τάση, γίνεται περισσότερο επιτακτική η αναγκαιότητα για αρτιότερη λειτουργία του θεσμού της δικαιοσύνης και ουσιαστικότερη η συμβολή του τόσο στα διάφορα πολιτικά θέματα, όσο και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Μια τέτοια, όμως, ολοκληρωμένη δικαιοσύνη -όχι με την τρέχουσα «δικαστηριακή» σημασία του όρου- έχει έναν και μοναδικό σκοπό της, τη δημιουργία δίκαιων ανθρώπων, που είναι δυνατό να επιτευχθεί με τρεις τρόπους: το σωφρονισμό του θύτη, τη συγγνώμη από τη μεριά του θύματος και τον παραδειγματισμό του «θεατή».

[1]Νόμος τον Λιντς: Η χωρίς δίκη άμεση εκτέλεση του εγκληματία από το πλήθος. Ο όρος προέρχεται από τ' όνομα του Αμερικανού δικαστή Λιντς (1736-1796), όπου στην περιοχή της Βιργινίας επέβαλε την άμεση εκτέλεση του κακούργου.

 [2]Ειδεχθής: κακόμορφος, φρικτός, άσχημος, δυσειδής, δύσμορφος, αποκρουστικός.

                                                                        Σαράντος Ι. Καργάκος ,Ιστορικός – Συγγραφέας

 

 

 

ΠΗΓΗ : http://www.study4exams.gr/anc_greek/index.php                                                                                                                                                          

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου