Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Μαρία Πολυδούρη , Μόνο γιατί μ' αγάπησες


Α΄. ΚΕΙΜΕΝΟ  : Μόνο γιατί μ' αγάπησες  (Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928)
 Μαρία Πολυδούρη

Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.


Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη
στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.

Β΄.  ΚΕΙΜΕΝΟ : Σ' αγαπώ  , Μυρτιώτισσα


Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ

Τίποτ’ άλλο να πω

Πιο βαθύ, πιο απλό

Πιο μεγάλο!

 

Μπρος στα πόδια σου εδώ

Με λαχτάρα σκορπώ

Τον πολύφυλλο ανθό

Της ζωής μου

 

Τα δυο χέρια μου, να…

Στα προσφέρω δετά

Για να γείρεις γλυκά

Το κεφάλι

 

Κι η καρδιά μου σκιρτά

Κι όλη ζήλια ζητά

Να σου γίνει ως αυτά

Προσκεφάλι

 

Ω μελίσσι μου, πιες

Απ’ αυτόν τις γλυκές

Τις αγνές ευωδιές

Της ψυχής μου!

 

Σ’ αγαπώ τι μπορώ

Ακριβέ να σου πω

Πιο βαθύ, πιο απλό

Πιο μεγάλο;




Η ΕΠΟΧΗ


 

Η Μαρία Πολυδούρη έζησε στις αρχές του 20ου αιώνα . Ιστορικά την περίοδο (1902 -1930) τη χαρακτήρισε η φυσιογνωμία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μια εποχή αντιφατική, αφενός οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 - 1913, που επέκτειναν τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας και της διασφάλισαν την Κρήτη και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και αφετέρου ο εθνικός διχασμός και η Μικρασιατική καταστροφή, που έθεσαν σε νέα βάση κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική τη ζωή της Ελλάδας.


 


Μετά το 1922 διάχυτος είναι ο πεσιμισμός και ο αποπροσανατολισμός στην ελληνική κοινωνία καθώς η ζωή φαίνεται να έχει απογυμνωθεί από ιδανικά. Σ' αυτή τη δύσκολη συγκυρία έρχεται η λογοτεχνία να θρηνήσει την κάθε είδους απώλεια, άλλοτε κατηγορώντας την κοινωνία , ότι κατέλυσε τα ιδανικά με την καταστροφική πεζότητά της ( Κ. Ουράνης, Ν. Λαπαθιώτης, Ρ. Φιλύρας ) και άλλοτε σαρκάζοντάς την γιατί εξόρισε τα ιδανικά. ( Κ Καρυωτάκης).


 


Η ηττοπάθεια, η απογοήτευση, η μελαγχολία, η αίσθηση του αδιέξοδου κι ανικανοποίητου, η αναζήτηση μιας μάταιης πολλές φορές αγάπης και τρυφερότητας, η παραίτηση από την ελπίδα, η απομόνωση στον προσωπικό χώρο, η επιθυμία ενός ανέφικτου ονείρου ως χαρακτηριστικά μιας εποχής εκφράζονται στην ποίηση με το ΝΕΟΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟ - ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ, υπογραμμίζοντας έτσι τη θεμελιώδη αρχή των νεορομαντικών ότι η αλληλεπίδραση ζωής και έργου μπορεί να φτάσει έως και την ταύτιση ζωής και έργου.


 

Η ΖΩΗ ΤΗΣ


 
Η Μαρία Πολυδούρη (1902 – 1930) γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές της στην Καλαμάτα φοίτησε δύο χρόνια στο Αρσάκειο της Αθήνας και, ύστερα, επέστρεψε στη γενέτειρά της, όπου διορίστηκε υπάλληλος στη διοίκηση. Αργότερα, ταξίδεψε στο Παρίσι (1926) που, αφημένη και στις παρορμήσεις μίας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, προσβλήθηκε από φυματίωση. Γύρισε στην Ελλάδα και νοσηλεύτηκε στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου και τη βρήκε ο θάνατος.

Η γνωριμία της με τον Κώστα Καρυωτάκη ήταν καθοριστική. «Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Γεννήθηκα για ν ' αγαπώ είν ' αλήθεια και δεν μ' αρκεί να μ' αγαπούν. Είναι η ζωή η ίδια , η αγάπη είναι μια δύναμη , όπως μια δύναμη είναι κι ο θάνατος και πόσο ευχάριστα δεχόμαστε και το θάνατο αυτό όταν μας τον δίνει η αγάπη..».


Σημάδεψε τη Μαρία Πολυδούρη ο Κ. Καρυωτάκης κι ας ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί. Γεμάτη ζωή η Μαρία Πολυδούρη, πλήρης θανάτου ο Καρυωτάκης. Κοινό τους σημείο η μοναξιά και η ποίηση. Εκείνη τον αγαπά με έναν έρωτα εξιδανικευμένο, ανέφικτο όνειρο αφού εκείνος την απομακρύνει.

 
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ
 Φύσει» και «θέσει» ρομαντική η Μαρία Πολυδούρη θεωρείται γνήσια εκπρόσωπος της εποχής της . Αυτό που την διακρίνει από τους συνοδοιπόρους της ποιητές είναι ότι τα συναισθήματά της ατόφια τα μετέφερε αυτόματα στην ποίησή της. Έγραφε με στόχο τη λύτρωση, για να συνεχίσει να ζει. Το έργο της υπηρέτησε τη ζωή της. Η Μαρία Πολυδούρη «έζησε σύμφωνα με τις αρχές της και στην ποίηση της άφησε να περάσει μόνον ό,τι επέτρεπε η ποιητική συνταγή : του νεορομαντισμού το πάθος για ζωή, το πάθος για τον έρωτα, τη συντριβή για ό,τι δεν έζησε, τη φθαρτότητα, τη σκιά θανάτου, τον ίδιο το θάνατο. Οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν αντιποιητικό..». (Μ. Πολυδούρη, Άπαντα, Τ. Μενδράκος, Εισαγωγή, σελ. 14, Αστέρι, Αθήνα 1982).

Έργα:

Στα χρόνια της αρρώστιας της δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές:

Τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929).

 Στα έργα της ο έντονος ερωτισμός, που χαρακτήρισε τη βραχύχρονη ζωή της, εξευγενίζεται από την τραγική προαίσθηση του πρόωρου θανάτου της, αλλά και από μία έμφυτη τρυφερότητα και ποιητική ευαισθησία.

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» [«Τρίλια» στη μουσική σημαίνει την πολύ γρήγορη επανάληψη δύο συνεχόμενων φθόγγων που βρίσκονται σε απόσταση τόνου ή ημίτονου. Σημαίνει ακόμα τον τρόπο κελαηδήματος, που μοιάζει με τη μουσική τρίλια ] και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της ερωτικής ποίησης, που χαρακτηρί-

ζει το έργο της ποιήτριας, αλλά και της τεχνοτροπίας του νεοσυμβολισμού, που υιοθετείται από τους λογοτέχνες της δεκαετίας του ’20.

Δημοσιεύτηκε το 1928, όταν η ποιήτρια νοσηλευόταν με φυματίωση στο νοσοκομείο Σωτηρία. Αποτελεί μια έμμεση ερωτική εξομολόγηση προς ένα πρόσωπο που δεν βρίσκεται στη ζωή, πιθανότατα τον ποιητή Κ. Καρυωτάκη, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει λίγους μήνες πριν την έκδοση της συλλογής. Το ποίημα εμφανίζει έντονο βιωματικό χαρακτήρα και εντάσσεται στις λυρικές ελεγείες, λόγω του συγκρατημένου και παραπονεμένου τρόπου έκφρασης, ο οποίος είναι διαποτισμένος από την επίγνωση του επερχόμενου θανάτου και από την αίσθηση της ανικανοποίητης αγάπης. Το ποίημα έχει χαρακτηριστεί ως ύμνος στον έρωτα, αφού η Πολυδούρη μέσα απ' αυτό ομολογεί την καταλυτική δύναμη του έρωτα στη ζωή της και εκφράζει την ευγνωμοσύνη της προς τον χαμένο εραστή της, γιατί έδωσε νόημα στη ζωή της με την αγάπη του. Εκφράζει και υμνεί την απόλυτη εξιδανικευμένη παρουσία του έρωτα. Oλόκληρο το ποίημα διαπνέεται από έναν ελεγειακό και θερμό τόνο και το νόημα των στίχων εκφράζεται μέσα από έναν πηγαίο λυρισμό και μία απροσποίητη ευαισθησία. Η χρήση του β΄ ενικού προσώπου δίνει στο ποίημα τη μορφή μιας ανοιχτής ερωτικής επιστολής προς τον χαμένο εραστή. Η γλώσσα του ποιήματος είναι δημοτική με απλές λέξεις και φράσεις, η οποία διανθίζεται με ορισμένες ποιητικές εκφράσεις(σαν κρίνο ολάνοιχτο, αγάπη πλέρια, μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια). Η έκφραση της Πολυδούρη είναι φυσική και ανεπιτήδευτη με έντονο το θρηνητικό στοιχείο. Χαρακτηριστικές είναι οι μεταφορές (με την ψυχή στο βλέμμα, στολίστηκα το υπέρτατο της ύπαρξής μου στέμμα, ωραίε που βασίλεψες, κ' έτσι γλυκά πεθαίνω), οι παρομοιώσεις (σαν κρίνο ολάνοιχτο, ως όνειρο)και το λογοτεχνικό σχήμα της αναδίπλωσης (με την επανάληψη του πρώτου και τελευταίου στίχου της κάθε στροφής) που τονίζει την ένταση του ερωτικού της συναισθήματος και βοηθά στη μουσικότητα των στίχων. Μετρικά το ποίημα αποτελείται από πεντάστιχες στροφές με ιαμβικούς προπαροξύτονους δωδεκασύλλαβους στίχους (1ος, 3ος και 5ος στίχος κάθε στροφής) και ιαμβικούς παροξύτονους επτασύλλαβους στίχους (2οςκαι 4ος στίχος κάθε στροφής.)
  
H Μαρία Πολυδούρη  ανήκει  στη νεορομαντική σχολή, η οποία στηρίχθηκε σε ρομαντικές και συμβολιστικές καταβολές και επεδίωξε την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της παραδοσιακής ποίησης τονίζοντας ιδιαίτερα το λυρικό στοιχείο του στίχου.


«Ολόκληρη η ποιητική της, ορμεμφυτική και αναδιοργάνωτη κατά τα άλλα, στηρίζεται στους εκφραστικούς τονισμούς και γενικότερα στην ηχητική εκφραστικότητα του στίχου. Οι τονισμοί διαγράφουν τις διακυμάνσεις και τις αποχρώσεις του αισθήματος, και το αίσθημα δίνει τον προσωπικό χαρακτήρα στη φωνή της και απηχεί το συναισθηματικό κλίμα της εποχής.» (Κ. Στεργιόπουλος, «Περιδιαβάζοντας» Τόμος Α, σελ 161, εκδόσεις Κέδρος, Αθ. 1982)
Η Μαρία Πολυδούρη «έζησε σύμφωνα με τις αρχές της και στην ποίηση της άφησε να περάσει μόνον ό,τι επέτρεπε η ποιητική συνταγή : του νεορομαντισμού το πάθος για ζωή, το πάθος για τον έρωτα, τη συντριβή για ό,τι δεν έζησε, τη φθαρτότητα, τη σκιά θανάτου, τον ίδιο το θάνατο. Οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν αντιποιητικό..». (Μ. Πολυδούρη, Άπαντα, Τ. Μενδράκος, Εισαγωγή, σελ. 14, Αστέρι, Αθήνα 1982)


Ο τίτλος παρουσιάζει τα πρόσωπα : β΄ ενικό και α΄ πρόσωπο ενικό και το ρήμα δίδει τη σχέση των δύο προσώπων: «αγάπησες» η αγάπη του εσύ για το με είναι η αιτία του διαλόγου, που θα ανοίξει μεταξύ των δύο προσώπων, και εμείς ως αναγνώστες θα τον γνωρίσουμε μέσα από τους στίχους που ακολουθούν.

Αν θεωρήσουμε ότι το α΄πρόσωπο, το ποιητικό υποκείμενο είναι η ποιήτρια, τότε η ποιήτρια συνδιαλέγεται με το εσύ, συνδιαλέγονται η Ποίηση και η Ζωή με λυρισμό και πάθος γιατί υπάρχει η αγάπη, που αναδεικνύει τη σχέση εξάρτησης μεταξύ τους και την αλληλοαναφορά τους.


Η ύπαρξη, κυριαρχική και βαρύνουσα, του «μόνο», μοναδική αιτία του διαλόγου η αγάπη, επιβεβαιώνει ότι το ποίημα έχει άξονα αναφοράς τον Έρωτα, ένα ποιητικό, ερωτικό κείμενο με συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις, ενταγμένο στο νεορομαντισμό, εκεί που η Μαρία Πολυδούρη εναπόθεσε τα συναισθήματά της με «όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές».

Το ποίημα αποτελείται από εννέα (9) πεντάστιχες στροφές.
Στο σχολικό βιβλίο οι στροφές 4,5,6,8 παραλείπονται.


Ανάλυση



Στην α΄ στροφή :

Το ποιητικό εγώ εξομολογείται :


«δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες

στα περασμένα χρόνια.»


Δύο ρήματα : «τραγουδώ», ενεστώτας, παρόν και «αγάπησες», αόριστος, παρελθόν, που υπογραμμίζεται κι από τον χρονικό προσδιορισμό «στα περασμένα χρόνια». Το τώρα ένα τραγούδι αποτέλεσμα της αγάπης του τότε. Το ποιητικό εγώ εξομολογείται ότι τώρα γράφει ένα τραγούδι γιατί κάποτε στο παρελθόν αγαπήθηκε. Η αγάπη ως συναίσθημα που βιώθηκε τότε, βιώνεται και τώρα πολύ έντονα αλλά και ως κίνητρο με αποτέλεσμα το τραγούδι (τραγουδώ – η σύγκρουση των συναισθημάτων). Ο Έρωτας, η Αγάπη που γίνεται Ποίηση.

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το ποίημα ανήκει στην ενότητα «ποιήματα για την ποίηση» του σχολικού βιβλίου, η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη στο διάλογό της με την ποίησή της θεωρεί αυτή ως «μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικό της κόσμου» (Κ. Στεργιόπουλος, όπ.π. σελ. 164)


Ο 3ος και 4ος στίχος αναφέρονται στη φύση : βροχή, χιόνια, καλοκαίρι, στοιχεία αιώνια που υπογραμμίζουν αφ’ ενός τη συνέχεια της αγάπης μέσα στο χρόνο κι αφετέρου τις συναισθηματικές εξάρσεις μιας τέτοιας αγάπης.

Άνθρωπος του μεσοπολέμου η Μαρία Πολυδούρη χρησιμοποιώντας καθημερινές, απλές λέξεις εκφράζει μια «περιπάθεια απόλυτα προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή» (Κ. Στεργιόπουλος, όπ.π. σελ. 160 )τονίζοντας ότι το ποιητικό της εγώ πληρώνεται από τον έρωτα του «εσύ». Όμως τίθεται ο προβληματισμός : μήπως είναι η ποίηση αυτή καθεαυτή, η ποιητική δηλαδή μεταγραφή του ερωτικού στοιχείου, που δικαιώνει την ύπαρξή της;


Η στροφή θα κλείσει με την επανάληψη του 1ου στίχου. Επωδός που δίδει τη βεβαιότητα των συναισθημάτων της ποιήτριας καθώς αφαιρείται το κόμμα που υπάρχει στον πρώτο στίχο. Στον α΄ στίχο το κόμμα, μικρό σημείο παύσης πριν την αιτιολόγηση, αφήνει ένα περιθώριο έστω και μικρό, δισταγμού. Στον τελευταίο στίχο η αφαίρεσή του προσθέτει την απόλυτη βεβαιότητα.
Η δομή των στροφών που ακολουθούν στηρίζεται στο σχήμα: ο Έρωτας ως αιτία και αποτέλεσμα αυτού του ερωτικού βιώματος. Θα υπογραμμίζαμε ότι από τη β΄ στροφή αρχίζει ένας κλιμακωτός ρυθμός ανάβασης του ερωτικού συναισθήματος και των αποτελεσμάτων του, ένα ερωτικό κρεσέντο μέχρι την τελευταία στροφή, που πληροφορούμαστε το θάνατο του προσώπου, που τόσο πολύ αγάπησε την ποιήτρια, ώστε της χάρισε ζωή (έζησα) αλλά και γλυκό θάνατο.

Στη β΄ στροφή
κυριαρχεί η επανάληψη «μόνο. μόνο.», που σε συνδυασμό με τη χρήση του αορίστου χρόνου, υπογραμμίζει τη μοναδικότητα των ερωτικών στιγμών, που βίωσε η ποιήτρια στο παρελθόν, γεγονός που ολοκλήρωσε την ύπαρξή της «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου./ και με φίλησες στο στόμα.». Ιδιαίτερα προσέχουμε ότι αναφέρονται τα κατ’ εξοχήν ερωτικά σημεία του σώματος : τα χέρια και το στόμα. Το αποτέλεσμα αυτού του αισθησιακού – ερωτικού, μοναδικού βιώματος είναι διπλό και αναφέρεται στο παρόν : «μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο/ κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα.».
«Είμαι ωραία.» η ομορφιά ως αποτέλεσμα του έρωτα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την αγνότητα, όπως αυτή δίδεται με μια παρομοίωση από τη φύση , «σαν κρίνο ολάνοιχτο». Ο έρωτας δρα εξαγνιστικά και δίδει ομορφιά στην ποιήτρια.
«Έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα.» Τρεμουλιάζει το ποιητικό εγώ μπροστά στο μεγαλείο και στη δύναμη του έρωτα ή μήπως το ρίγος γεννιέται από το φόβο ενός πιθανού θανάτου αυτού του ίδιου του έρωτα;. Προοικονομείται ο θάνατος του έρωτα. Αισθήματα συγκρουόμενα τώρα στην ψυχή της ποιήτριας και η βεβαιότητα ότι τώρα ο έρωτας είναι πιο δυνατός, αφού περνά στην ψυχή και οι στίχοι, από δω και στο εξής, θα γίνουν πιο λυρικοί, αφού θα εκφράζουν εντονότερα συναισθήματα.


Στη γ΄ στροφή
η ποιήτρια επικεντρώνει την προσοχή της στα μάτια του προσώπου που την αγάπησε «Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν / με την ψυχή στο βλέμμα.». Τα μάτια εκφράζουν την ψυχή, εξομολογούνται βαθύτερα συναισθήματα, την αλήθεια, παρουσιάζουν την ουσία, το είναι του καθενός. Τα μάτια του «εσύ», μάτια ερωτευμένου, αισθητοποίησαν τον έρωτα στο βλέμμα του και η ποιήτρια μέσα από το ερωτικό βλέμμα ένιωσε τη δικαίωση της ύπαρξής της.
Η συνεκδοχή «τα μάτια σου με κύτταξαν» είναι η αιτία και το αποτέλεσμα δηλώνεται με τους μεταφορικούς στίχους «περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο/ της ύπαρξής μου στέμμα.». Η ποιήτρια παρουσιάζει τον εαυτό της ως βασίλισσα επιβεβαιώνοντας αυτόν τον τίτλο με την αναφορά στο «στέμμα», που δεν είναι άλλο από τον Έρωτα. Η ιδιότυπη αυτή βασίλισσα υπάρχει γιατί η εξουσία της απορρέει από τον Έρωτα, που ένιωσε το «εσύ», ο Άλλος για την ίδια. Η ύπαρξη της ως γυναίκα και άνθρωπος ταυτίζεται με αυτόν τον Έρωτα. Γράφει «η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα.» (Κ. Γκιμοσούλης “Βρέχει φως”, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2002, σελ. 92)


Η δ΄ στροφή
αρχίζει με μια υπερβολή, που στηρίζεται και πάλι στο σχήμα αιτία – αποτέλεσμα. «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.»: υπερβολή που οδηγεί στην κορύφωση του Έρωτα, καθώς αποκτάει μια άλλη διάσταση με την ομολογία της ποιήτριας ότι η αγάπη την γέννησε ουσιαστικά. Η ζωή της «εδόθη» χάρη σ’ αυτή την αγάπη. Το δόσιμο της ζωής. Το εσύ με την αγάπη του έδωσε ζωή από τη ζωή του στην ποιήτρια και έτσι η ζωή της απέκτησε περιεχόμενο και σκοπό.

Μέσα από την αντίθεση «άχαρη, ανεκπλήρωτη ζωή vs ζωή πληρώθη» η ποιήτρια ομολογεί : η Αγάπη με οδήγησε στην ψυχική ολοκλήρωση, στη συναισθηματική πλήρωση, στην ηθική τελείωση.
τριπλή επανάληψη «ζωή.ζωή.ζωή.» ολοκληρώνει την ομολογία υπογραμμίζοντας : Ζωή χωρίς αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει κι αν υπάρχει δεν είναι αληθινή, γιατί αληθινός είναι ο άνθρωπος που είχε την τύχη ν’ αγαπηθεί αλλά και ν’ αγαπήσει μέσα από το βίωμα της αγάπης του άλλου.

Στην ε΄ στροφή
το «μόνο» τρέπεται σε «μονάχα» και το σχήμα αιτία – αποτέλεσμα διαμορφώνεται ως εξής : «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες έζησα. κι έτσι γλυκά πεθαίνω.». Η αγάπη-αιτία και το αποτέλεσμα διπλό : ζωή και γλυκός θάνατος. Έζησε πραγματικά μέσα από την αγάπη, που πλούσια της χάρισε το «εσύ» και με το οξύμωρο «γλυκά πεθαίνω», επισημαίνει τη γλύκα, που αποκτά ο θάνατος για δύο λόγους : και γιατί αξιώθηκε να ζήσει την αληθινή ζωή, που προσφέρει η αγάπη αλλά και γιατί τώρα ο θάνατός της θα τη φέρει κοντά στο «εσύ» που «βασίλεψε».

Η τραγική κατάληξη του έρωτα. Το «εσύ» που βασίλεψε, δίνεται εδώ με την προσφώνηση «ωραίε». Η απώλεια του αγαπημένου προσώπου είναι γεγονός και έτσι δικαιολογείται και ο αόριστος χρόνος «μ’αγάπησες» που συνέχει ως αιτία όλο το κείμενο.
«έζησα, να πληθαίνω/ τα ονείρατά σου.». Η αληθινή ζωή που αξιώθηκε να ζήσει η ποιήτρια, όπως ανάφερα και παραπάνω, είχε αρχή και τέλος τον έρωτα. «Όταν βεβαιώνεται πως χάνει οριστικά τον έρωτα, ερωτεύεται τη θλίψη της για την απώλειά του. Το πάθος της αυτό θα της εμπνεύσει μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί. κι ο έρωτας η μοναδική δικαίωση της ζωής της.» (Λ. Ζωγράφου “Καρυωτάκης-Πολυδούρη, και η αρχή της αμφισβήτησης”, εκδ. Γνωση, Αθήνα 1981, σελ.110)

«.Σ’ όλα της τα ποιήματα υπήρχε απαραίτητα ο Εκείνος, η Εκείνη, συγκλονιστικό ερωτικό πάθος και μόνιμο φινάλε ο θάνατος. Κάποτε η μητέρα της τη ρώτησε: – Δεν θα ‘τανε πιο όμορφο το τραγούδι σου Μαρία, αν άφηνες τους ήρωές σου να ζήσουνε και να χαρούνε την τόση αγάπη τους;
- Για να γίνει το τραγούδι, απαντούσε, πρέπει να πεθάνουνε..» (Λ. Ζωγράφου “Καρυωτάκης-Πολυδούρη, και η αρχή της αμφισβήτησης”, εκδ. Γνωση, Αθήνα 1981, σελ.76-77)

Και σημειώνει στο ημερολόγιό της «Είναι η ζωή η ίδια, η αγάπη είναι μια δύναμη, όπως μια δύναμη είναι και ο θάνατος, και πόσο ευχάριστα δεχόμαστε και το θάνατο αυτό όταν μας τον δίνει η αγάπη.». Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο νομίζω βρίσκεται η ανατρεπτική ματιά της Πολυδούρη. Αν και η ποίησή της κινείται γύρω από τα δύο βασικά μοτίβα του Έρωτα και του Θανάτου κι εύκολα θα μπορούσε να διολισθήσει – και ίσως σε ορισμένα ποιήματά της να διολίσθησε – στον «εύκολο ρομαντισμό» εν τούτοις η ποιήτρια πραγματοποιεί και με την ποίησή της την ανήσυχη ματιά της. Κι όπως έζησε έτσι κι έγραψε. Γιατί είναι ανατροπή όταν δίπλα στον έρωτα, έστω και σ’ ένα β΄ επίπεδο τοποθετείς το θάνατο του έρωτα. Αποκτά τότε το ερωτικό συναίσθημα μια άλλη δυναμική.

Στο κείμενο «Εκείνη» μιλάει για την αγάπη «Εκείνου» και μάλιστα όπως η τελευταία στροφή φανερώνει όταν «Εκείνος» έχει χαθεί. Δεν είναι λοιπόν μια ανατροπή όταν έχουμε μπροστά μας μια έμμεση ερωτική εξομολόγηση σε ένα εσύ που «βασίλεψε»; Δεν είναι ανατροπή η πραγματικότητα που διαμορφώνεται: η ποιήτρια να εξομολογείται στον ίδιο της τον εαυτό και η εξομολόγησή της να τρέπεται σε ποίηση «βιώνοντας η ίδια με περισσότερη ένταση και με περισσότερη ποιότητα το ερωτικό της συναίσθημα.»
 
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Βρείτε τα «γιατί» του ποιήματος και εξετάστε ποια εντύπωση δημιουργεί στον αναγνώστη η επανάληψή τους.
  2. «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα»: Σχολιάστε το νόημα αυτού του στίχου.
  3. Ποια είναι η μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης;
  4. Ποιο είναι το βασικό θέμα του ποιήματος; Με ποια εκφραστικά μέσα υποδηλώνεται;
  5. Γιατί η ποιήτρια χρησιμοποιεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο;
  6. Να βρείτε ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές έχουν τα δυο ποιήματα.
 





 

 

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου