Οι σκλάβοι στα δεσμά τους είναι ο τίτλος ενός μυθιστορήματος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Το
μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1922 και αποτελεί το κύκνειο άσμα του πεζογράφου, αφού είναι το
τελευταίο που έγραψε. Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε το 2008 στον κινηματογράφο με ιδιαίτερη επιτυχία.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Κέρκυρα στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η αρχοντική οικογένεια των Οφιομάχων αναγκάζεται να παντρέψει την κόρη
τους Ευλαλία με το γιατρό και υποψήφιο βουλευτή, Αριστείδη Στεριώτη. Η νεαρή
Ευλαλία ωστόσο είναι ερωτευμένη με το διανοούμενο Άλκη Σωζόμενο. Στόχος των
Οφιομάχων είναι μέσω του γάμου να ξεφύγουν από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο
έχουν περιέλθει. Τελικά όμως οι προσδοκίες τους δεν επαληθεύονται.
…..Τώρα, έλεγε
με το νου του ο Οφιομάχος, μας ορίζουν ως κι εμάς εκείνοι. Οι πλούσιοι! Είναι
αυτοί κι όχι εμείς που κάνουν ό,τι θέλουν!
Άξαφνα
εσταμάτησε τον περίπατό του κι αφοκράστηκε. Στη σκάλα άκουσε πατήματα και σε
μία στιγμή είδε να ανοίγει η πόρτα και να μπαίνει στο δωμάτιο η γυναίκα του,
μεγάλη, σοβαρή, με κάτασπρα καλοχτενισμένα μαλλιά, με το μακρύ, μονοκόμματο
φόρεμά της, που ήταν παλιωμένο λιγάκι κι είχε χάσει κάπως το τζιτζιφί του χρώμα
και με το μάλλινο σάλι στες πλάτες της, που το ’χε πλέξει η ίδια. Το βλέμμα της
ήταν τώρα υποψιασμένο και ανήσυχο∙ έκλεισε δίχως κρότο πίσωθέ της την πόρτα,
εκάθισε σε μία καρέκλα σιμά στο τραπέζι και ερώτησε χαμηλόφωνα αλλά
αποφασιστικά τον άντρα της, που ξακολουθούσε σιωπηλός τον περίπατό του, σα να
’θελε να ξεφύγει τη συνομιλία.
-Πού είσαι;
(έτσι τον έκραζε πάντα, γιατί δεν ήξερε πώς να τον πει με τ’ όνομά του) Τι
ήθελε αυτός;
Την εκοίταξε
άγρια παρέτοιμος να μαλώσει και της αποκρίθηκε απότομα:
-Τίποτα!
-Πώς τίποτα;
του ξανάπε κοιτάζοντάς τον ανήσυχη… Τόσες ώρες τίποτα;
Εκείνος την
αγριοκοίταξε πάλι με περιέργεια μη ξέροντας τι να της απαντήσει. Γιατί,
εσυλλογιζότουν, δεν ησύχαζε σήμερα η κυρία παρά ξακολουθούσε επίμονα να ρωτάει;
Ως τα τώρα είχε υποφέρει σιωπηλά όλες του τες σπατάλες, όλες του τες απιστίες,
υποταγμένη χωρίς παράπονο στη θέλησή του. Αυτή τη φορά λοιπόν είχε σωθεί η
υπομονή της; Τώρα, που δε θα μπορούσε πλια τίποτα να διορθώσει, τώρα είχε
ξεχειλίσει η καρδιά της;
-Πώς τίποτα;
του ξανάπε πάλι. Κάθε δύο και τρεις τόνε βλέπω εδώ μέσα και ξέρω πως κάθε μέρα
κάτι μας αρπάζει! Μα γιατί έτσι;… Δεν εκατάλαβα, λες, από καιρό πως πήραμε τον
κατήφορο; Ή γιατί δε μιλώ; Δεν ξέρω, λες, πως τόσοι λογαριασμοί μένουν
απλέρωτοι και πως από μέρες τώρα δεν έχεις ούτε ένα λεφτό; Αχ!… και τα μάτια
της εδάκρυσαν.
-Ως και του
λόγου σου, της απάντησε με κακοσύνη σταματώντας μπροστά της, ως και του λόγου
σου θα μας κάμεις τώρα στα γεράματα τη νοικοκυρά εδώ μέσα; Κλερονόμα, βλέπεις,
κι από τέτοιο σπίτι… πώς να μη γνοιαστείς και η ίδια για τα αγαθά σου; Μα
ξέρεις, ξακολούθησε αλλάζοντας ύφος και θυμώνοντας άξαφνα, όσο που ζω ο
νοικοκύρης είμαι εγώ! Το λέει κι ο νόμος! Σαν πεθάνω άλλο πράμα… Τότε κάμετε
ό,τι θέλετε! Για την ώρα δεν έχω να δώκω λογαριασμό ούτε στην αφεντιά σου, ούτε
στα παιδιά σου! Μ’ ακούς;
-Στα παιδιά
μας! τον εδιόρθωσε με παράπονο∙ στα παιδιά μας, που τα καταστρέφεις!
Ο θυμός του
έπεσε για μία στιγμή, γιατί αναμετρήθηκε άξαφνα πως έπρεπε και η ίδια να μάθει
τη θέση τους, αν ήθελε να την έχει βοηθό στη δουλειά της Ευλαλίας και της είπε
με παράπονο:
-Είναι, Μαρία,
κάμποσος καιρός που με σταυρώνετε, τον άτυχο! Τώρα ολομεμιάς εξυπνήσατε; Γιατί
δεν το κάνατε στην αρχή; Θα ’χε τότες σκοπό!
Και αψιώντας
πάλι επρόσθεσε:
-Σου το ξαναλέω
για τρίτη φορά: δεν ήθελε τίποτα, τίποτα, τίποτα! Τουλάχιστο από σας! Εγύρευε
εμέ… Στον πάτο της γραφής, αφού το θέλεις, θα σου ειπώ τι μ’ ήθελε! Τα ξέρεις,
είπες, όλα… Ε, λοιπόν θα ξέρεις και πως του χρωστάω λεφτά. Μ’ εκατάλαβες; Του
χρω-στά-ω.
-Το ’ξερα, του
απάντησε πικρά. Μα αυτόν έβρηκες, που αυτός εκατάστρεψε τόσες οικογένειες; Ω,
συφορά… στα χέρια του έμπλεξες;
-Αυτουνού κι
αλλουνώνε. Δε σας αρέσει; Ε, δε σας αρέσει! Χαίρομαι… ποιος ξέρει πώς έπρεπε να
σας συντηρώ τόσα χρόνια άκαρπα; Ποιος ξέρει; Ο ένας σου γιος εχάλασε αυτός
μοναχός του χιλιάδες για να μας φέρει από τα Παρίσια ένα στρατσόχαρτο, που τώρα
το ’χει τόσον καιρό άχρηστο σε κάποιο συρτάρι. Ακούς στο συρτάρι! Ο άλλος σου ο
γιος μού βάζει κάθε τόσο χρέη και του τα πλερώνω κάθε τόσο εγώ για να μην πάει
στη φυλακή και ντροπιαστούμε όλοι μαζί… και δεν είπα ποτέ τίποτα… κι όλο
ξοδεύει, κάνοντας το μεγαλοσάνο, για να μπορεί να κυνηγήσει την κοπέλα του
Αστέρη… μα θα μείνει κι αυτός με το δάχτυλο βυζάνοντας… Εδώ είμαστε, κυρά Μαρία,
και θα το ιδείς! Κι έπειτα τα καθημερινά του σπιτιού δεν είναι λίγα… και οι
μιστοί των ανθρώπωνε, εδώ και όξω… και το άλογο που ψοφάει κάθε τόσο κι εσείς
οι γυναίκες που σπαταλάτε.
-Ω, εμείς!
-Ναι, ναι,
πούθε όλα αυτά; Και το κλαρί μας δεν καρπεί… και τα σπίτια ξενοίκιαστα, γιατί
δεν έχω να τα φτιάκω!... Γιατί δεν έχω!… Αχ, μα εσυγχύστηκα σήμερα! Πρώτα αυτός
ο καταραμένος ο Χαντρινός, κατόπι του λόγου σου! Μα ποτέ δεν ήσουνε έτσι! Τι
θέλεις να κάμω; Πες μου, αν πιστεύεις Θεό! Έπεσα σε χρέη… Το ένα έφερε το άλλο…
και πνίγομαι…
-Και τα χρήματά
μου; Και το δικό μου; ανάκραξε η αρχόντισσα χλωμή από την ταραχή της και
βλέποντας πως η καταστροφή ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι την ελογάριαζε.
-Τα χτήματά
σου, τα τάλαρά σου, τα καλά σου, όλο αυτά μελετάς! Από κείνους τους καιρούς.
Λες κι ήτανε ατέλειωτα; Δεν ξέρεις που μ’ αυτά επλερώθηκε τότες το μεγάλο χρέος
του πατέρα μου; Εμείνανε μοναχά τα παλιόσπιτά σου και τα ξυλοπάντουρά σου,
μα τι δίνουνε κι αυτά τόσα χρόνια τώρα;
-Μου τα μάζευε
ο πατέρας μου ένα ένα, τάλαρο τάλαρο, όλο ασημένια μέσα σε σακούλια από εκατό
και μου τα φύλαγε σωρό στο αρμάρι του κι έτσι σου τα παράδωκε… Αχ, τα καημένα!
(Και σταύρωσε τα χέρια της κουνώντας περίλυπα το κεφάλι.) Και χρωστούμε λοιπόν
τόσα πολλά;
-Ούτε εγώ δεν
ξέρω… Μα τα αυγατίζουνε οι τόκοι… Το χρέος, λέει ο Χαντρινός, είναι κάτι
ζωντανό, που γεννάει μονάχο του… Πληθαίνει και καταποντίζει. Τώρα σας τα ’πα
όλα… κι άφησέ με… Δεν ξέρω τι να κάμω!
-Αχ! του φώναξε
μεγαλόφωνα η κυρία∙ συνείδηση δεν έχεις πού είσαι! Δεν εστοχάστηκες τα παιδιά
μας, καλά τα αγόρια, μα τα αδύνατα μέρη, τα δυο κορίτσια, που θα τ’ αφήκεις
ανύπαντρα στη ρούγα! Τόσον καιρό και να μην πεις λόγο… ούτε ένα λόγο… ούτε σε
με, ούτε στα παιδιά, για να ξέρουμε κι εμείς πού βρισκόμαστε, παρά έπεσες στα
νύχια εκείνου του αγιογδύτη που θα μας γδάρει! Μα θα τα ειπώ όλα στα παιδιά!
Την εκοίταξε
οργισμένος:
-Θα μου κόψουνε
το μιστό! της απάντησε κακότροπα. Και τους φοβούμαι, βλέπεις, εγώ τους γιους
σου! Α ναι! Σου το ’πα, κυρά Μαρία, όσο ζω, ο νοικοκύρης θα ’μαι εγώ! Δε βάζω
άλλονε πάνω από το κεφάλι μου! Άκου!
Η αρχόντισσα
χλωμή κι απελπισμένη εβγήκε βιαστικά από το γραφείο και με γλήγορα πατήματα
ανέβαινε τώρα τη σκάλα. Μα ο γέρος είχε θυμώσει περσότερο και ξεφρενιασμένος
έτρεξε κατόπι της και της εφώναξε:
-Θα τα πω εγώ!
Ναι εγώ! Δε σκιάζομαι κανένα σας, δε σκιάζομαι κανένα σας! Το νοικοκυριό μου
δεν το αφήνω, κι ας είσαστε όλοι σας σύμφωνοι… ας είσαστε! Τ’ άκουσες; Τ’
άκουσες;
Εβρεθήκαν και
οι δύο στο άλλο πάτωμα του σπιτιού, στη μεγάλη τραπεζαρία, πάνωθε από το
γραφείο. Είχε κι εκείνη τέσσερα παράθυρα κι ήταν κι εκείνη επιπλωμένη με
παλιωμένα κάρυνα έπιπλα: ένα μεγάλο, πολύ μακρύ και πλατύ τραπέζι στη μέση,
πολλές καρέκλες γύρω σου, δύο βιτρίνες γεμάτες φαρφουρένια πιάτα, γυαλικά και
φλιτζάνια∙ έναν πέτσινο καναπέ και δύο βαριές βαθιές πολυθρόνες πέτσινες κι
εκείνες. Στους τοίχους εκρεμόνταν κάποιες φωτογραφίες, ένα δύο εργόχειρα των
θυγατέρων του Οφιομάχου και δύο παλαιές ζωγραφιές: η μία επαράσταινε ωραία
μαύρα κι άσπρα σταφύλια ριγμένα πάνω σ’ ένα στρωμένο τραπέζι μαζί μ’ άλλα
όμορφα φρούτα και η άλλη ένα ζευγάρι σκοτωμένες ξυλόκοτες κρεμαστές από τα
πόδια.
Εκεί ήρθαν τώρα
και οι δύο γιοι του Οφιομάχου που τους είχαν ανησυχήσει οι φωνές των γονιών
τους.
-Ησυχάστε! είπε
μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο ο Γιώργης, εκείνος που ’χε σπουδάξει τα νομικά στο
Παρίσι, ένας νέος εικοσιοχτώ χρόνων, που έμοιαζε πολύ του πατέρα του, αλλά που
ήταν πολύ ψηλότερός του, λυγερός και καλοντυμένος, με καστανά σγουρά μαλλιά, με
ζωηρά γλυκά καστανά μάτια και με μικροστό, κομμένο μουστάκι. Ησυχάστε! Ποτέ δε
σας είδαμε έτσι∙ με τα μαλώματά σας έχει θέατρο κάθε τόσο η γειτονιά. Κι
εχαμογέλασε.
-Φαρισαίε! του
φώναξε ο πατέρας με μίσος, θυμωμένος περσότερο, γιατί τον έβλεπε πρόσχαρο∙ εσύ
βέβαια θα την έστειλες τη μάνα σου κάτω! Τα δικά μου τρώγω, μωρέ! τα δικά μου!
Μας κάνεις τώρα τον quamquam, γιατί σου φαίνεται πως κάτι είσαι, απ’ όταν εγύρισες
ντοτόρος από τα Παρίσια! Άμε, λέω εγώ, καλύτερα να κουβεντιάζεις με κείνηνε που
σε κάνει πετσί και κόκαλο! Άμε! Εσύ με τα έξοδά σου εκεί πέρα αφάνισες το σπίτι
μας!… Έφαγες δώδεκα χιλιάδες τάλαρα, μωρέ! Σου τα ’χω λογαριάσει ένα ένα… Κι
είδα την προκοπή σου… και τώρα μου δίνεις το σπολλάτη! Αλλά θα τα πουλήσω όλα,
όλα, όλα!
Κι είχε
κοκκινίσει κι οι φλέβες στο πρόσωπό του είχαν φουσκώσει, γιατί εφώναζε όλο και
δυνατότερα κάνοντας μεγάλες και παράξενες χειρονομίες. Ο Γιώργης εσούφρωσε το
μέτωπό του λυπημένος, μα δεν του απολογήθηκε.
-Τι τρέχει;
ερώτησε τώρα κι ο Σπύρος, ο άλλος γιος του Οφιομάχου.
Ήταν κι αυτός
εικοσιπέντε χρονών νέος κι έμοιαζε περσότερο της μάνας αλλά ήταν πλιο χαμηλός
απ’ τον άλλον, πλιο μαυριδερός και πλιο χοντρός. Καλοντυμένος και κείνος είχε
γλυκά πιθέματα, χοντρά χείλη, όπως όλοι οι Οφιομάχοι, και μάτια σαν
αποκοιμισμένα λιγάκι.
Ο γέρος του
’ριξε κι εκείνου μια λοξή ματιά∙ αλλά κουρασμένος καθώς ήταν δεν ημπόρεσε
αμέσως να βρίσει∙ κι η γυναίκα του ωστόσο του ’χε πάρει το λόγο:
-Ακούς, να μας
βρίζει κιόλας! εφώναξε. Στο σπίτι, παιδιά μου, δεν υπάρχει ούτε μία πεντάρα
πια! Ω Θε μου! Κι όλο υπογράφει χαρτιά για να πλερώνει τα διάφορα! Τι να
κάμουμε τώρα; Σκεφτείτε και σεις… Μας έβαλε στο δρόμο!
-Α, αυτό είναι,
είπε μ’ ένα αδιάφορο χαμόγελο ο Γιώργης και αναστενάζοντας. Το ξέρω από καιρό…
Το πράμα δεν έχει διόρθωση, για την ώρα τουλάχιστο…
Ο γέρος ησύχασε
λίγο κι εκοίταξε με απορία τον υγιό του, σα να τον έλεγχε τώρα η συνείδηση,
γιατί τον είχε αδικήσει.
-Τι να γίνει,
είπε κι ο άλλος ρίχνοντας μία ματιά του εαυτού του σ’ έναν μεγάλον καθρέφτη.
Ποιος πάει να φορτωθεί τόσα μπερδέματα. Καλύτερα ας τα ξεμπλέξει ο ίδιος… Εγώ ή
κουτσά ή στραβά θα μπαλωθώ, λέω… Τώρα η κόρη του Αστέρη μου δείχνει συμπάθεια…
Είναι δύο τρεις μέρες που άρχισε… και μου φαίνεται κιόλας τώρα όμορφη… μου
φαίνεται πως μπορώ να την αγαπήσω… Κι ο πεθερός που θα κάμω θα μου δώκει και
προίκα και δουλειά στο κατάστημα… λίγη υπομονή ακόμη και σε λίγο δε θα σας δίνω
κανένα βάρος… Το εναντίο… Κι εγέλασε ρίχνοντας άλλη μία ματιά στον καθρέφτη.
-Και το δικό
μου; είπε πάντα απελπισμένη η μητέρα. Το δικό μου; Θα χαθεί λοιπόν; Μου τ’
άφηκαν οι γονέοι μου, οι καημένοι, για να μην έχω κανέναν ανάγκη… ούτε άντρα,
ούτε γιους, ούτε θυγατέρες, ούτε νυφάδες, ούτε γαμπρούς, κι όχι για να
ανεμοσκορπιστεί και να μου τα φάνε χάρισμα ο τοκογλύφοι… θα το χάσω λοιπόν;
Αυτή την στιγμή
εβγήκαν στην τραπεζαρία και οι δύο θυγατέρες του Οφιομάχου φοβισμένες από το
θόρυβο και από τα σοβαρά λόγια που ’χαν ακούσει στην κάμαρά τους, η Ευλαλία και
η Λουίζα. Η Ευλαλία ήταν η ψηλότερη, μία νέα με πολύ ξανθά μαλλιά, πολύ άσπρη,
με στρογγυλά μεγάλα φρύδια, με ζαφειρένια μάτια και με ροδοκόκκινα χείλη χοντρά
λιγάκι και ωραία και που έμοιαζε στο χρώμα και στη μορφή με τον πατέρα της. Η
Λουίζα αντίς, δεν έμοιαζε κανενός από τους δικούς της∙ είχε όμορφα μικρά χέρια,
πολύ μικρά πόδια και στα πιθέματα του προσώπου μία χάρη δική της, κάτι το
εξαιρετικό που άρεσε όλου του κόσμου.
Τώρα ο Σπύρος
αποκρινότουν στην μητέρα του:
-Ό,τι μείνει το
παίρνεις εσύ, μητέρα! Κι εκοίταζε πάντα τον εαυτό του στον μεγάλον καθρέφτη.
-Και τούτες; ω,
Θε μου!… και τούτες; είπε η γριά κυρία δείχνοντας τες δύο νέες…
-Με το νόμο,
είπε ο Γιώργης παίρνοντας το σοβαρό ύφος κάποιου καθηγητή του από τα Παρίσια,
μπορεί η μητέρα να πλερωθεί και ν’ ασφαλίσει την προίκα της… αλλά η τιμή του
σπιτιού θέλει να πάρεις ό,τι μείνει!… Αφού πλερωθούνε τα χρέη!
Ο γέρος τώρα
είχε ησυχάσει τελείως. Εγνώρισε πως οι υποψίες του ήταν άδικες και πλάνες∙ με
βλέμμα υγρό κοίταξε τον πρωτότοκό του σα να τον ευχαριστούσε και του ’πε με
φωνή χαμηλή και γεμάτη καλοσύνη:
-Δεν είσαστε
λοιπόν όπως σας έλεγα, παιδιά μου! Ως τα τώρα σας έκρυβα την αλήθεια, γιατί
είχα το φόβο μη δεν εσυμφωνούσατε, μη δε μ’ αφήνατε να πλερώσω! Πρώτα τα χρέη,
είπε ο Γιώργης. Μα αυτό θέλω και γω κι όχι άλλο… για να μη γραφτώ στα γεράματά
μου με κόκκινα γράμματα στο Πρωτοδικείο… Ο Θεός έχει, παιδιά μου, για όλα τ’
άλλα! Το βλέπετε και σεις… ένας Οφιομάχος δε θέλει να φάει το ξένο χρήμα… Όχι!
Πουλήστε τα όλα, αλλά πλερώστε… Πουλήστε και τ’ άλογο! Όλα, όλα!
-Θα πλερώσουμε
εμείς οι δυστυχισμένες! είπε άξαφνα η Λουίζα μ’ έναν πικρόν αναστεναγμό. Θα
γεράσουμε έτσι ανύπαντρες στο σπίτι μας, γιατί σήμερον χωρίς προίκα ποιος μας
παίρνει;
Η Ευλαλία δεν
εμίλησε, μα ήταν συγκινημένη. Επαινούσε από μέσα της την απόφαση που ’χαν πάρει
τ’ αδέρφια της.
-Αχ, κακοκέφαλε!
ξανάπε τέλος η κυρία Οφιομάχου κι εβάλθηκε να κλαίει, υποταγμένη πια τώρα στην
καινούρια συφορά.
Λίγες στιγμές
κανείς δεν εμίλησε. Ο γέρος έσιαξε πάλι το παλιό πανωφόρι του σα να εκρύωνε και
ξαπλώθηκε ολομεμιάς στον καναπέ κουρασμένος και συλλογισμένος. Οι δυο νέοι
εκάθισαν σιωπηλοί μπρος στο μεγάλο τραπέζι∙ η μητέρα ωχρή και σα φοβισμένη
επήγαινε από δω κι από κει ανήσυχα, βρίσκοντας πάντα κάτι να συγυρίσει∙ οι δυο
νέες έμειναν ορθές η μία σιμά στην άλλη κοιτάζοντας τον πατέρα τους.
Κι ο γέρος
τέλος ξανάπε χαμηλόφωνα:
-Καλύτερα,
λοιπόν, που τα πράγματα ήρθαν έτσι! Θα με βοηθήσετε όλοι, θα μου δώκετε τη
γνώμη σας… ο Γιώργης μάλιστα σα νομικός που είναι!
-Θέλω το δικό
μου! ξαναφώναξε η κυρία, καταλαβαίνοντας όμως πως όλα τα λόγια της ήταν χαμένα
και σα να μοιρολογούσε.
Χωρίς να της
δώκει απάντηση ο γέρος ξακολούθησε πάλι:
-Αν αρχίσω όμως
να πλερώνω σήμερα, όπως είναι τα πράματα, ως και με ό,τι έχει η μάνα σας, δε θα
μας μείνει βέβαια ούτε ένα ελιόφυλλο, γιατί εύκολα οι αγοραστές δε βρίσκονται
κι ο δανειστής δε θέλει παρά χρήμα! Ας αφήσουμε κατά μέρος τη ντροπή… που δεν
είναι κι αυτή μικρό πράμα και που μ’ έκαμε ως τα τώρα ν’ αναβάλω τη χρεοκοπία!
Επρόσμενα, παιδιά μου, νά ’ρθουν οι σοδειές. Μ’ εγέλασαν… Κι οι στενοχώριες όσο
πάει και αξαίνουν! Μα να που βρίσκεται ένας τρόπος, για να τα φτιάκω όλα!
Η γριά
αρχόντισσα εστάθηκε ολομεμιάς ακίνητη, εσταύρωσε τα χέρια της, εδάγκασε τα
χείλη της κα προσεχτική τον εκοίταξε.
-Στο χέρι σου
κρέμεται, ξανάπε ο γέρος, εσέ Ευλαλία, όλο το σπίτι, αν θέλεις εσύ γλιτώνει. Ναι,
γλιτώνει, αν θέλεις εσύ Ευλαλία.
-Εγώ; είπε η
κόρη φοβισμένη…
Ο γέρος δεν
ήξερε πώς να αρχίσει. Εκατέβασε το βλέμμα, έσιαξε το πανωφόρι του σα να κρύωνε,
εκοκκίνισε, έβηξε, εκουνήθηκε και τέλος είπε συλλογισμένος:
-Ο Αριστείδης
Στεριώτης, ο γιατρός… τόνε ξέρετε όλοι!
Κι εσώπασε πάλι
για κάμποση ώρα.
-Ναι,
ξακολούθησε έπειτα περίτρομος, αυτός έχει τα περσότερα χαρτιά μου στο συρτάρι
του… Δεν ξέρω πώς τα απόχτησε… Αλλά δε θέλω να πω αυτό. Είναι πλούσιος… θα
δώκει καιρό για να πλερώσω… φτάνει μόνο… Α, Ευλαλία, μου μήνυσε σήμερα… Ήρθε
εδώ ο Χαντρινός, με κουβέντιασε πολλές ώρες… Άκουσέ με, Ευλαλία… σε θέλει
γυναίκα του! Μπαίνει εδώ μέσα γαμπρός και μας φτιάνει τες δουλειές μας, όπως
εκείνος ξέρει. Φυσικά δεν έδωκα λόγον κανένα… Α, Ευλαλία…
-Ποτέ! ανάκραξε
η Ευλαλία, σταυρώνοντας τα χέρια της. Και το πρόσωπό της εγίνηκε κατακόκκινο.
-Όπως θέλεις,
Ευλαλία, αποκρίθηκε γλυκά ο πατέρας, σιάνοντας πάλι το παλιό πανωφόρι του… Το
δίκιο είναι δικό σου, Ευλαλία. Εγώ να σε βιάσω, ω παιδί μου… Ποτέ… Αλλά… η
ανάγκη, η περίσταση… Γι’ αυτό μιλώ… Τον ήθελα, λες, γαμπρό μου, Ευλαλία, το γιο
του Δήμου; Εγώ! Αλλά πάλι είναι πολύ καλός νέος… Όχι; Τι να γίνει… Στα σημερινά
τα χάλια, δε σας φαίνεται… θα ’πρεπε να δεχτούμε!
Η Ευλαλία
εδάκρυσε τώρα από τη στενοχώρια κι έτρεμε:
-Όχι! είπε με
σταθερή φωνή. Όχι.
-Η ανάγκη, είπε
ο Σπύρος μ’ ένα χαμόγελο αδιαφορίας, κυβερνάει τον κόσμο… Θα ’θελα, λες,
Ευλαλία, να προτιμήσω εγώ τη θυγατέρα του Αστέρη… Μου αρέσουν καλύτερα άλλες…
Κι όμως… γιατί πρέπει κανείς να ζήσει!
Τώρα κι η
μητέρα άξαφνα χαμογέλασε μέσα στα δάκρυά της. Όλος εκείνος ο κόσμος, που ήταν
τριγύρω της, την εγέμιζε ελπίδες… Σε μία στιγμή το βαρύ σκοτάδι της συμφοράς
τους είχε λιώσει στην καρδιά της, εδιορθωνόνταν τα πάντα, οι φροντίδες της
εχάνονταν… Της πέρασε από το νου η ιδέα πως η κόρη της η Ευλαλία θα σφάλιζε
έτσι για πάντα τη ζωή της και σα να ονειρευότουν, την είδε ομπρός της
πλουσιοντυμένην, ελεύτερη, ωραία, προσκυνημένην απ’ όλη τη χώρα!… Ο πλούσιος
άνθρωπος, που επροσφερνότουν, ήταν τέλος πάντων ένας επιστήμονας κι είχε τη
δύναμη να βοηθήσει αληθινά το ξεπεσμένο σπίτι, είχε τη δύναμη αυτός να μην
αφήκει να χαθεί ολότελα το δικό της, που και για κείνο ελαχταρούσε κι ήταν
παρέτοιμη για όλα τούτα να του συγχωρήσει και τα ελαττώματά του, αν είχε και να
λησμονήσει τη χυδαία καταγωγή του!
Μα ο Γιώργης
εκούνησε πικρά το κεφάλι κι είπε:
-Δεν είναι
άδικο να θυσιαστεί για μας;
-Θα τον έπαιρνα
εγώ! είπε με ζωηρή ελπίδα η Λουίζα.
Εκείνη
αδιαφορούσε για τον άνθρωπο και για την καταγωγή του κι ήξερε μόνο πως ήταν
φτωχή, πως με τα πλούτη του θα μπορούσε να ζήσει μέσα στον κόσμο που εχαιρότουν
τη ζωή, χωρίς αγώνες, χωρίς αδιάκοπες φροντίδες, χωρίς στενόχωρες ανάγκες∙
ήξερε πως το χρήμα χαρίζει δύναμη σ’ εκείνους που το ’χουν, γι’ αυτό θα τον
έπαιρνε εκείνη χωρίς να διστάζει ούτε στιγμή, χωρίς να πολυσυλλογιστεί την
πράξη…
-Καημένη
Λουίζα, της είπε η μάνα μ’ ένα καινούριο τρυφερό δάκρυ∙ την Ευλαλία θέλει! Τώρα
καταλαβαίνω, γιατί τόσον καιρό μας εκοίταζε… Δεν είχε σκοπό να γελάσει. Ω,
Ευλαλία, άκουσέ με, εμέ τη μητέρα σου… μην καταφρονήσεις την τύχη σου! Σήμερα
μάλιστα… Θα ’μαι ξέγνοιαστη για σένα, όταν θα κλείσω τα μάτια. Θα ξαλαφρώσεις
ως κι εμάς!
-Ποτέ!
αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της και κοιτάζοντας
χάμου. Κι αισθάνθηκε πως η καρδιά της εφούσκωνε. Αισθάνθηκε πως ήταν άνθρωπος
με δικαιώματα στη ζωή, πως άλλος κανένας δεν ημπορούσε και δεν έπρεπε να
εξουσιάσει και να εμπορευτεί το κορμί της, να την υποτάξει στη θέλησή του, να
ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της! Με ποιο δικαίωμα αυτή, για πράγματα
αξιοπεριφρόνητα και με δυο νέους στο σπίτι που μπορούσαν, όσο ήθελαν, να
δουλέψουν, με ποιο δικαίωμα θα επίκραινε τον άντρα που την αγαπούσε; Ω, ας μην
είχε γνωρίσει την αγάπη!
Μα, ω πόσο θα
’ταν ευτυχισμένη, αν εκείνος τώρα την εζητούσε, εκείνος που όταν μιλούσε, που
όταν θυμότουν τη φωνή του, έτρεμε! Πόση θα ’ταν η ευτυχία της, αν ό,τι έβλεπε
στ’ όνειρό της εγινότουν αλήθεια!
-Ποτέ!
ξαναφώναξε. Δεν παίρνω εκείνον τον άνθρωπο… Δεν μπορώ.
Τα ωραία της
μάτια άστραψαν ασυνήθιστα κι ήταν υγρά∙ τα μάγουλά της ζεστά και κόκκινα, η
καρδιά της ήθελε να σπάσει τα στήθη της. Οι δύο νέοι εκοίταξαν ανήσυχοι ο ένας
τον άλλον, η Λουίζα εγέλασε σαρκαστικά ρίχνοντας ένα βλέμμα στον ένα κατόπι
στον άλλον παραξενεμένη από τα λόγια και από την ταραχή της αδερφής της, η
μητέρα είχε κατεβασμένο το βλέφαρο κι έμενε σιωπηλή και στενοχωρημένη∙ και
τέλος ο πατέρας της είπε ντροπαλά, σιάνοντας πάλι το παλιό πανωφόρι του, σα να
κρύωνε:
-Έχεις στο νου
σου τον Άλκη;
-Ναι,
αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό, ενώ τα δάκρυα της έβρεχαν το πρόσωπο.
-Η καημένη,
εμουρμούρισε η μάνα ρίχνοντάς της ένα βλέμμα συμπόνιας…
Κι εθυμήθηκε τα
νέα της χρόνια. Ο κόσμος άλλαζε γοργά, γοργά… Κι όμως η ανθρώπινη καρδιά
έμνησκε πάντα η ίδια! Έβλεπε τώρα πάλι μπροστά της ανανεωμένην την ιστορία της…
Ως και η κυρία Οφιομάχου είχε αγαπήσει, όταν ήταν κόρη, αλλά άτολμα, κρυφά κι
αμίλητα, φυλάγοντας μέσα στη ζέστη της παρθενικής καρδιάς της το αγνό εκείνο
λουλούδι της νιότης της, που του μελλότουν να μαραθεί! Κι ο νέος που αγαπούσε
ήταν τίμιος και καλός και ωραίος, αλλά δεν ήταν πλούσιος… Κι είχε πιστέψει πως
μ’ εκείνον μονάχα θα ’βρισκε την ευτυχία… και μία στιγμή ενόμισε πως θα τον
έπαιρνε… και της εφαινότουν τόσο φυσικό το να τον αγαπάει! Όταν ολομεμιάς οι
γονέοι της την είχαν δώκει του Οφιομάχου, χωρίς ούτε να τη ρωτήσουν, όπως ήταν
η συνήθεια της εποχής… Τον είχαν προτιμήσει, γιατί ήταν πλούσιος και
αριστοκράτης… Κι αυτή δεν είχε βρει ούτε τη δύναμη, ούτε τη θέληση ν’
αντισταθεί στην απόφασή τους και έτσι έμεινε για πάντα κρυφή η ταπεινή της
αγάπη, θαμμένη μέσα στα φυλλοκάρδια της. Και ο νέος της αγάπης της ήταν ο
πατέρας του Άλκη, ο Αγησίλαος Σωζόμενος, που ησυχοκοιμότουν τώρα μέσα στον τάφο
του πρώιμα πεθαμένος, νικημένος και κείνος από τον αγώνα της ζωής. Κι ούτε
εκείνος δεν είχε μάθει ποτέ από τα στόμα της την αγάπη της, ούτε τότες που ήταν
ελεύθερη κόρη, ούτε έπειτα που ’χε πάρει τον Οφιομάχο, γιατί η ευγενική
αρχόντισσα είχε ζήσει τιμημένα όλην την ασήμαντη ζωή της, κλεισμένη στο σπίτι
της, έχοντας επιμέλεια για τον άντρα της μόνο και τα παιδιά της∙ και σιγά σιγά
είχε συμμορφωθεί με την τύχη της. Είχε προστάξει της καρδιάς της να σωπάσει∙
είχε κλείσει τα μάτια∙ έκαμε δύναμη στον εαυτό της∙ και χωρίς παράπονο είχε
υποφέρει όλες τες πικρές ώρες της ζωής κι έπειτα θανάτους και λύπες, όπως ήταν
και τώρα παρέτοιμη να δεχτεί τη στενοχώρια της φτώχειας!
-Πώς θα ’μουν
άπιστη; ξαναφώναξε η Ευλαλία έπειτα από μία μακρινή σιωπή.
-Δε μας
ρώτησες, Ευλαλία, και για τούτο δεν είσαι δεμένη! είπε με σοβαρό ύφος ο
Οφιομάχος στενοχωρημένος από τα δάκρυα που εχυνότουν τριγύρω του και που τα
’κανε εκείνος να στάζουν… Και γω, Ευλαλία, σου ζητώ σήμερα να θυσιαστείς για
μας… και να μη μας ρίξεις στο δρόμο… Γιατί κλαις; Αυτό δεν είναι το κακό σου…
Ω, φτάνει! Ω, φτάνει!
-Δε μας
ελογάριασες! είπε χαμογελώντας αδιάφορα ο Σπύρος και βάζοντας στο νου του πως
εύκολα αλλαξογνωμούν οι γυναίκες… Να ’χα πάρει τουλάχιστο εγώ τη θυγατέρα του
Αστέρη, να ’χε πεθάνει τέλος κι ο κακόμοιρος ο Βαλσάμης κι έτσι να ’ταν κι ο
Γιώργης ξέγνοιαστος… θα μπορούσαμε εμείς φυσικά να βοηθούσαμε… Μα έτσι; Αν ο
γιατρός θυμώσει; Κι αν μας βγάλει στο δρόμο… Τότες… τότες… Έχετε γεια, ονείρατα
χρυσά! Ο Αστέρης δε θα μου δώκει βέβαια τη θυγατέρα του, η Λουίζα δε θα
παντρευτεί ποτέ, ο Γιώργης… ποιος ξέρει!… και μονάχα εσύ μπορείς να γλιτώσεις…
κι ούτε συ ίσως, γιατί ο Σωζόμενος μπορεί και να μη σε θελήσει… γιατί έχει
κακήν υγεία!
-Η καημένη!
εμουρμούρισε πάλι αναστενάζοντας η μητέρα. Αργά ή γλήγορα η Ευλαλία θα πλερώσει
τες κακοκεφαλιές σας. Μα ωστόσο θα περάσει, είμαι βέβαιη, καλά με το Στεριώτη.
Ας έχει από τα τώρα την ευκή μου!
Κι ο Γιώργης,
που ο αδερφός του είχε μελετήσει την παράνομη αγάπη του, εκατέβασε
ντροπιασμένος το κεφάλι, συγκρίνοντας το πάθος του με την παρθενική τρυφερότητα
της αδερφής του, που τώρα οι άλλοι ήταν παρέτοιμοι να τη θυσιάσουν στες κοινωνικές
κι άδικες αδυναμίες τους. Κι είπε του αδερφού του:
-Γιατί
ανακατεύεις εδώ τες δουλειές μας; Ας ιδούμε τι πρέπει να γίνει… Υπάρχει, λέω,
κάποια διαφορά.
Κι εγέλασε
σαρκαστικά.
Και με το νου
του ξανάειδε ο Γιώργης το φίλο του λυπημένον, αποκαρδιωμένον, γιατί του ’παιζαν
όλοι μαζί το παιγνίδι. Εμάραιναν, όλοι μαζί εκείνην την αθώα αγάπη πριν
ριζοβολήσει, πριν απλώσει κλώνους και κλάδους θυσιάζοντάς την σε τόσες ταπεινές
αδυναμίες. Το χρήμα ήταν τό που δηλητηρίαζε, που εσκότωνε εκείνην την ευτυχία!
Κι ερωτούσε τώρα τον εαυτό του μη δεν ήταν καλύτερο ν’ αποδεχτούν τον πόλεμο
του Στεριώτη, να περιορίσουν όλοι τα έξοδά τους και ν’ αρχίσουν μίαν καινούρια
ζωή δημιουργίας… Ο γέρος βέβαια θα πέθαινε καλύτερα παρά να συγκλίνει στην ιδέα
της χρεοκοπίας και μάλιστα τώρα, που ο πλούσιος γιατρός του πρόσφερνε ένα
εύκολο τρόπο για να την ξεφύγει∙ κι η μητέρα ήταν από τα τώρα σύμφωνη μαζί του,
έβρισκε ως κι εκείνη ορθή τη διόρθωση, που θεόσταλτη τους επαρουσιαζότουν… Ο
γέρος δεν έκρινε βέβαια άξιον για τη θυγατέρα του έναν άνθρωπο που τον
εθεωρούσε πρόστυχο και πολύ κατώτερό του, της τον έδινε μόνο, για να
ελευτερωθεί από τ’ ανυπόφερτα βάρη, από φαρμακερές καθημερινές φροντίδες και
για να μη διαλαληθεί περσότερο ο ξεπεσμός τους… Ο γιατρός με τα πλούτη του
έπαιζε αυτήν τη στιγμή όπως ήθελε όλην την οικογένεια του Οφιομάχου κι
αποχτούσε δικαιώματα, για να ονομαστεί σωτήρας της… Πικρά εσυλλογιζότουν κιόλας
ο Γιώργης πως ο γέρος είχε φτάσει σ’ αυτήν την καταστροφή, σ’ αυτήν την
ταπείνωση, χωρίς βέβαια να σπαταλήσει ούτε τα μισά απ’ όσα χρωστούσε, γιατί
φυσικά τα διάφορα θα ’ταν περισσότερα… Και στ’ άνομα εκείνα κέρδη έπρεπε να
θυσιαστούν ο Άλκης, η Ευλαλία, το αίσθημά τους, η ζωή τους! Μα ήταν αληθινά
θυσία; Ή δεν ήταν κιόλας το λογικότερο και το καλύτερο και για τον Άλκη και για
την Ευλαλία να τελεσφορήσει το συνοικέσιο εκείνο με το γιατρό και να
λησμονήσουν κι οι δυο τους έναν έρωτα που δε θα μπορούσε ίσως να τους
ευτυχίσει; Δεν έπρεπε τέλος πάντων κι εκείνοι να υποταχτούν σε κάποιες συνθήκες
που κυριαρχούσαν στον κόσμο; Και δεν εχρειαζότουν και στον Άλκη μία ανεξάρτητη
κοινωνική ζωή, μία ζωή που η Ευλαλία δε θα μπορούσε να του δημιουργήσει, αν
ήθελε να προκόψουν οι ιδέες του και να βασταχτεί γερή η αδύνατη υγεία του;
Ζαλισμένος απ’
όλους αυτούς τους αντίθετους στοχασμούς του, ο Γιώργης εκοίταξε με αγάπη την
Ευλαλία, που ’χε ανασηκώσει τώρα πάλι το λυπημένο της πρόσωπο κι εθαύμασε χωρίς
να το θέλει την ομορφιά της αδερφής του.
-Είσαι
ελεύτερη, της είπε.
-Τον αγαπά!
απάντησε εκείνη περήφανα.
-Ας μη χαθούμε,
ξανάπε παρακαλώντας ο Οφιομάχος. Και κουρασμένος εσηκώθηκε από τον καναπέ:
-Ένα ναι δικό
σου διορθώνει τα πάντα, Ευλαλία! Έχω άσπρα τα μαλλιά, Ευλαλία… Δε θα μ’ αφήκεις
να ντροπιαστώ. Ας πάω στον Άδη όπως έζησα!
Κι η μητέρα
είχε συνέρθει τώρα από τη συγκίνησή της κι είχε συλλογιστεί πως κι αυτή σιγά
σιγά είχε συνηθίσει με τον άντρα της… Έπειτα είχε αγαπήσει αληθινά τον πατέρα
των παιδιών της και χωρίς τες πίκρες που της είχαν λάχει, η ζωή της είχε σταθεί
όλη ήσυχη, τιμημένη κι όμορφη μέσα στο σπίτι των Οφιομάχων. Κι είπε:
-Δε βλέπω,
Ευλαλία, τι κακό θα πάθεις, αν ακούσεις τον πατέρα σου… Μπορείς να αγαπάς τον
Άλκη!… Η αγάπη του θα ’ναι για όλη τη ζωή σου μία γλυκιά θύμηση!
Τέτοια ήταν και
η δική της η αγάπη. Ένα λουλούδι ξερό, φυλαμένο σε κάποιο βιβλίο του καιρού
της… Λουλούδι που ’χε βαστάξει τόσους χρόνους την ταπεινή μοσκοβολιά…
-Ούτε ο Άλκης,
ξανάπε, δε θα θελήσει τόση καταστροφή!
-Θα ιδούμε!
είπε τέλος ο Γιώργης… θα ιδούμε…
Κι
εκουβέντιασαν ακόμη για πολλήν ώρα κι ωστόσο είχε έρθει το βράδυ…
Β’ . ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να
περιγράψετε τον χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα (κάνοντας τις αντίστοιχες παραπομπές στο
κείμενο) σε σχέση με τον κοινωνικό του
ρόλο ως άνδρα – πατέρα – συζύγου και το
κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται το κείμενο.
(μον 25)
(μον 25)
2. Αφού
μελετήσετε το παρακάτω απόσπασμα να απαντήσετε στα ερωτήματα :
α. Ποιες σκέψεις
σας δημιουργούν οι απόψεις της κυρίας Οφιομάχου για τη θέση της γυναίκας;
β. Θεωρείτε , με
βάση τις εμπειρίες σας, ότι οι γυναίκες της εποχής μας συμμερίζονται τις
αντιλήψεις αυτές; Να αιτιολογήσετε τις απόψεις σας.
·
«-Η καημένη,
εμουρμούρισε …
τη
στενοχώρια της φτώχειας!,
(μον 25)
(μον 25)
3. Ταυτιστείτε
με την Ευλαλία και γράψτε μια σελίδα του
ημερολογίου της όπου καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της μετά την
οικογενειακή συζήτηση.
(μον 25)
4. Την επόμενη
ημέρα η Λουίζα αφηγείται στην πιο
έμπιστη φίλη της τα γεγονότα της
περασμένης νύχτας σκιαγραφώντας ταυτοχρόνως τον χαρακτήρα της αδελφής της. Καταγράψτε την αφήγησή της σε α’ ρηματικό
πρόσωπο.
(μον 25)
Βιογραφικό Σημείωμα
ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (1872-1923)
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα, γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά. Είχε δυο αδερφούς. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, στη συνέχεια φοίτησε για οχτώ χρόνια στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1888. Μαθητής ακόμα έγραψε το σχολικό εγχειρίδιο Εγχειρίδιον προς κατασκευήν διαφόρων εκ χάρτου παιγνίων. Μέρος πρώτον : Το πτηνόν. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τις φυσικές επιστήμες και το 1884 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εξέδωσε με τον αδερφό του Κωνσταντίνο την εφημερίδα Ελπίς. Το 1887 εξέδωσε μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και έστειλε μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών που επαινέθηκε.Το 1889 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για σπουδές φυσικομαθηματικών επιστημών. Η κοσμική και σπάταλη ζωή που επέλεξε τον οδήγησε δυο χρόνια αργότερα για συνέχιση των σπουδών του στη Βενετία. Εκεί σύναψε δεσμό με τη βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερή του, από την οποία χώρισε προσωρινά κατόπιν παρέμβασης του πατέρα του τον ίδιο χρόνο, την παντρεύτηκε όμως δυο χρόνια αργότερα στη Βοημία. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στον πύργο των Καρουσάδων. Τότε χρονολογείται και η έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Μαρξ και του Νίτσε και στράφηκε προς τις θεωρητικές επιστήμες. Το 1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το Πάθος και το Πίστομα στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Το 1900 πέθανε η κόρη του Ερνεστίνη από μηνιγγίτιδα σε ηλικία πέντε ετών. Το 1901δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο την Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης. Το 1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν. Στη διετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας και το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε. Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Κέρκυρα, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο. Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Εργάστηκε σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δυο μέρες), ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ δεν έπαψε σ’ όλη τη ζωή του να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα του σε πολλά λογοτεχνικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του . Εγχειρίστηκε στον Ευαγγελισμό και οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει για την Κέρκυρα, όπου πέθανε την πρώτη Ιουλίου του 1923, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του. Στο χώρο της πρωτότυπης λογοτεχνικής δημιουργίας ο Θεοτόκης ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως κατά την περίοδο 1898-1910) με επιρροές από τον γερμανικό ιδεαλισμό και τη σκέψη του Νίτσε και θέματα μυθολογικά μεσαιωνικά και άλλα, όλα απομακρυσμένα από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Σύντομα άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από την ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό. Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32 σονέτα με ερωτική κυρίως θεματολογία. Άξιες λόγου είναι επίσης οι φιλολογικές του μελέτες και οι εξαιρετικά φροντισμένες μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης και σύγχρονής του παγκόσμιας λογοτεχνίας (ο Θεοτόκης μιλούσε δέκα γλώσσες), με τις οποίες στόχευε στην πνευματική αφύπνιση του λαού, παράλληλα προς τον φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κωνσταντίνου Θεοτόκη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Θεοτόκης Κωνσταντίνος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Δάλλας Γιάννης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΙ΄ (1900-1914), σ.182-230. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Καλαμαράς Βασίλης, «Εργοβιογραφία Κωσνταντίνου Θεοτόκη», Διαβάζω92, 18/4/1984, σ.14-18, Λυκούργου Νίκη, «Θεοτόκης Κωνσταντίνος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μαρτζούκου Μαρία, «Χρονολόγιο Κωνσταντίνου Θεοτόκη», Πόρφυρας57-58 (Κέρκυρα), 4-9/1991, σ.185-206 και Μαρτζούκου Μαρία, «Συγκριτικό χρονολόγιο Κωνσταντίνου Θεοτόκη», Πόρφυρας80 (Κέρκυρα), 1-3/1997, σ.436-449
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα, γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά. Είχε δυο αδερφούς. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, στη συνέχεια φοίτησε για οχτώ χρόνια στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1888. Μαθητής ακόμα έγραψε το σχολικό εγχειρίδιο Εγχειρίδιον προς κατασκευήν διαφόρων εκ χάρτου παιγνίων. Μέρος πρώτον : Το πτηνόν. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τις φυσικές επιστήμες και το 1884 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εξέδωσε με τον αδερφό του Κωνσταντίνο την εφημερίδα Ελπίς. Το 1887 εξέδωσε μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και έστειλε μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών που επαινέθηκε.Το 1889 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για σπουδές φυσικομαθηματικών επιστημών. Η κοσμική και σπάταλη ζωή που επέλεξε τον οδήγησε δυο χρόνια αργότερα για συνέχιση των σπουδών του στη Βενετία. Εκεί σύναψε δεσμό με τη βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερή του, από την οποία χώρισε προσωρινά κατόπιν παρέμβασης του πατέρα του τον ίδιο χρόνο, την παντρεύτηκε όμως δυο χρόνια αργότερα στη Βοημία. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στον πύργο των Καρουσάδων. Τότε χρονολογείται και η έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Μαρξ και του Νίτσε και στράφηκε προς τις θεωρητικές επιστήμες. Το 1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το Πάθος και το Πίστομα στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Το 1900 πέθανε η κόρη του Ερνεστίνη από μηνιγγίτιδα σε ηλικία πέντε ετών. Το 1901δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο την Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης. Το 1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν. Στη διετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας και το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε. Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Κέρκυρα, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο. Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Εργάστηκε σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δυο μέρες), ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ δεν έπαψε σ’ όλη τη ζωή του να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα του σε πολλά λογοτεχνικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του . Εγχειρίστηκε στον Ευαγγελισμό και οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει για την Κέρκυρα, όπου πέθανε την πρώτη Ιουλίου του 1923, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του. Στο χώρο της πρωτότυπης λογοτεχνικής δημιουργίας ο Θεοτόκης ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως κατά την περίοδο 1898-1910) με επιρροές από τον γερμανικό ιδεαλισμό και τη σκέψη του Νίτσε και θέματα μυθολογικά μεσαιωνικά και άλλα, όλα απομακρυσμένα από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Σύντομα άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από την ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό. Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32 σονέτα με ερωτική κυρίως θεματολογία. Άξιες λόγου είναι επίσης οι φιλολογικές του μελέτες και οι εξαιρετικά φροντισμένες μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης και σύγχρονής του παγκόσμιας λογοτεχνίας (ο Θεοτόκης μιλούσε δέκα γλώσσες), με τις οποίες στόχευε στην πνευματική αφύπνιση του λαού, παράλληλα προς τον φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κωνσταντίνου Θεοτόκη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Θεοτόκης Κωνσταντίνος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Δάλλας Γιάννης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΙ΄ (1900-1914), σ.182-230. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Καλαμαράς Βασίλης, «Εργοβιογραφία Κωσνταντίνου Θεοτόκη», Διαβάζω92, 18/4/1984, σ.14-18, Λυκούργου Νίκη, «Θεοτόκης Κωνσταντίνος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μαρτζούκου Μαρία, «Χρονολόγιο Κωνσταντίνου Θεοτόκη», Πόρφυρας57-58 (Κέρκυρα), 4-9/1991, σ.185-206 και Μαρτζούκου Μαρία, «Συγκριτικό χρονολόγιο Κωνσταντίνου Θεοτόκη», Πόρφυρας80 (Κέρκυρα), 1-3/1997, σ.436-449
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου