Ο
Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν,
από γονείς Κεφαλλονίτες. Πολύ
μικρός πρωτοταξίδεψε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί
τους, αν και, η οικογένεια Καββαδία θα ζήσει ελάχιστα εκεί, και τελικό της
λιμάνι θα είναι ο Πειραιάς, στον οποίο μετοικεί το 1921, όταν ο Νίκος είναι μόλις 11 ετών.
Στον Πειραιά ο ποιητής
τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμη του δημοτικού, γράφει τα πρώτα
του ποιήματα. Το 1929 μπαίνει
υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους
άλλους να ταξιδεύουν. Τα καράβια κι η θάλασσα είναι το όνειρό του. Μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό, και για
μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πίσω μονίμως
ταλαιπωρημένος και αδέκαρος… Η ανέχεια τον κάνει ν’ αποφασίσει να πάρει το
δίπλωμα του ασυρματιστή.
Στην αρχή σκεφτότανε να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει, τα είχε
φάει η λαμαρίνα και το δίπλωμα του Ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος και
αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια. Παίρνει το δίπλωμα του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει βρίσκεται
στρατιώτης στην Αλβανία και
κατόπιν ξέμπαρκος στην Αθήνα με την γερμανική κατοχή.
Μόλις τελείωσε ο πόλεμος , το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, ως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με την γλώσσα των καραβιών ,αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας την σίγουρη δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις γνωστές λέξεις και τους ναυτικούς όρους και να συνεπαρθεί απόλυτα από την αλήθεια του Λόγου του Ποιητή. Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά*. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα και η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του.
Μόλις τελείωσε ο πόλεμος , το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, ως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με την γλώσσα των καραβιών ,αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας την σίγουρη δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις γνωστές λέξεις και τους ναυτικούς όρους και να συνεπαρθεί απόλυτα από την αλήθεια του Λόγου του Ποιητή. Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά*. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα και η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του.
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.
Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.
Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.
Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἑξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.
Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.
Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.
Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.
Θὰ προχωρήσω!... Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.
Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.
Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».
Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,
κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου... Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει...
Τὸ χέρι τρέμει... Ὁ πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω ...
Ἕνας δόκιμος στὴ γέφυρα ἐν ὥρᾳ κινδύνου
Στὸ ἡμερολόγιο γράψαμε: «Κυκλὼν καὶ καταιγίς».
Ἐστείλαμε τὸ S.O.S μακριὰ σὲ ἄλλα καράβια,
κι ἐγὼ κοιτάζοντας χλωμὸς τὸν ἄγριον Ἰνδικὸ
πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν φτάσουμε μία μέρα στὴ Μπατάβια.
Μὰ δὲ λυπᾶμαι μία σταλιὰν - Ἐμεῖς οἱ ναυτικοὶ
ἔχουμε, λένε, τὴν ψυχὴ στὸ διάολο πουλημένη.
Μία μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνὴ καὶ σκυθρωπή,
ποὺ χρόνια τώρα καὶ καιροὺς τὸ γιό της περιμένει.
Τὸ ξέρω πὼς ἡ θέση μας εἶναι ἄσχημη πολύ.
Ἡ θάλασσα τὴ γέφυρα μὲ κύματα γεμίζει,
κι ἐγὼ λυπᾶμαι μοναχὰ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πῶ
σὲ κάποιον, κάτι ποὺ πολὺ φριχτὰ μὲ βασανίζει.
Θεέ μου! Εἶμαι μοναχὰ δεκαεννιὰ χρονῶν,
κι ἔχω σὲ μέρη μακρινὰ πολλὲς φορὲς γυρίσει.
Θεέ μου! Ἔχω μίαν ἄκακη, μία παιδικὴ καρδιά,
ἀλλὰ πολὺ ἔχω πλανηθεῖ, κι ἔχω πολὺ ἁμαρτήσει.
Συχώρεσέ με ... Κάποτες ὁπού ῾χα πιεῖ πολὺ
καὶ δὲν ἐκαταλάβαινα τὸ τί ἔκανα, στὸ Ἀλγέρι,
γιὰ μίαν μικρὴν Ἀράπισσα, ποὺ ἐχόρευε γυμνή,
ἐπέταξα κατάστηθα σὲ κάποιον τὸ μαχαίρι.
Συχώρεσέ με... Μία βραδιὰ θολὴ στὸ Σάντα Φέ,
καθὼς κάποια μὲ κράταγε σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά της,
ἐτράβηξα ἀπ᾿ τὴν κάλτσα της μία δέσμη ἀπὸ λεφτὰ
ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἐμάζευεν ἀπ᾿ τὴν αἰσχρὴ δουλειά της.
Κι ἀκόμα, Κύριε... ντρέπομαι νὰ τὸ συλλογιστῶ,
(μὰ ἤτανε τόσο κόκκινα κι ὑγρὰ τὰ ὡραῖα του χείλια
καὶ κάποια κάπου ὁλόλυζε κιθάρα ἱσπανική...)
κοιμήθηκα μ᾿ ἕνα μικρὸν ἑβραῖο στὴ Σεβίλλια.
Κύριε... ἐτοῦτο τὸ κορμὶ τὸ τόσο ἁμαρτωλὸ
σὲ λίγο στὶς ὑδάτινες εἱρκτὲς νεκρὸ θὰ πέσει...
Μὰ τέσσερα ὅμως σκέφτομαι γαλόνια ἐγὼ χρυσὰ
κι ἕνα θλιμμένο δόκιμο, ποὺ δὲ θὰ τὰ φορέσει ...
Οἱ γάτες τῶν φορτηγῶν
for
RunrunΟἱ ναυτικοὶ στὰ φορτηγὰ πάντα μία γάτα τρέφουν,
ποὺ τὴν λατρεύουνε, χωρὶς νὰ ξέρουν τὸ γιατί,
κι αὐτή, σὰν ἀπ᾿ τὴν βάρδια τους σχολᾶνε κουρασμένοι,
περήφανη στὰ πόδια τους θὰ τρέξει νὰ τριφτεῖ.
Τὰ βράδια, ὅταν ἡ θάλασσα χτυπάει τὶς λαμαρίνες,
καὶ πολεμάει μὲ δύναμη νὰ σπάσει τὰ καρφιά,
μέσα στῆς πλώρης τὴ βαριὰ σιγή, ποὺ βασανίζει,
εἶναι γι᾿ αὐτοὺς σὰ μία γλυκιὰ γυναίκεια συντροφιά.
Εἶναι περήφανη κι ὀκνή, καθὼς ὅλες οἱ γάτες,
κι εἶναι τὰ γκρίζα μάτια της γιομάτα ἠλεκτρισμὸ
κι ὅπως χαϊδεύουν ἁπαλὰ τὴ ράχη της, νομίζεις
πὼς ἀναλύεται σ᾿ ἕνα ἀργὸ καὶ ἡδονικὸ σπασμό.
Στὸ ρεμβασμὸ καὶ στὸ θυμὸ μὲ τὴ γυναίκα μοιάζει
κι οἱ ναῦτες περισσότερο τὴν ἀγαποῦν γι᾿ αὐτὸ
κι ὅταν ἀργὰ καὶ ράθυμα στὰ μάτια τοὺς κοιτάζει,
θαρρεῖς ἕναν παράξενο πὼς φέρνει πυρετό.
Τῆς ἔχουν πάντα στὸ λαιμὸ μία μπακιρένια γύρα,
γιὰ τοῦ σιδέρου τὴν κακὴν ἀρρώστια φυλαχτό,
χωρὶς ὅμως, ἀλίμονο, ποτὲ νὰ κατορθώνουν
νὰ τὴν φυλάξουν ἀπ᾿ τὸ μαῦρο θάνατο μ᾿ αὐτό.
Γιατὶ εἶναι τ᾿ ἄγρια μάτια της ὑγρὰ κι ἠλεκτρισμένα
κι ἔτσι ἄθελα τὸ σίδερο τὸ μαῦρο τὸ τραβᾶ,
κι οὐρλιάζοντας τρελαίνεται σ᾿ ἕνα σημεῖο κοιτώνας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινὰ στοὺς ναῦτες καὶ βουβά.
Λίγο πρὶν ἀπ᾿ τὸν θάνατον, ἀπὸ τοὺς ναῦτες ἕνας,
-αὐτὸς ὁπού ῾δε πράματα στὴ ζήση του φρικτὰ-
χαϊδεύοντας τὴν μία στιγμὴ στὰ μάτια τὴν κοιτάζει
κι ὕστερα μὲς στὴν θάλασσα τὴν ἄγρια τὴν πετᾶ.
Καὶ τότε οἱ ναῦτες ποὺ πολὺ σπάνια λυγάει ἡ καρδιά τους,
πᾶνε στὴν πλώρη νὰ κρυφτοῦν μὲ τὴν καρδιὰ σφιχτή,
γεμάτη μία παράξενη πικρία ποὺ ὅλο δαγκώνει,
σὰν ὅταν χάνουνε θερμή, γυναίκα ἀγαπητή.
Ἕνα μαχαίρι
Ἀπάνω μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα μικρὸ ἀφρικανικὸν ἀτσάλινο μαχαίρι
-ὅπως αὐτὰ ποὺ συνηθοῦν καὶ παίζουν οἱ Ἀραπάδες-
ποὺ ἀπὸ ἕναν γέρο ἔμπορο τ᾿ ἀγόρασα στ᾿ Ἀλγέρι.
Θυμᾶμαι, ὡς τώρα νἀ ῾τανε, τὸν γέρο παλαιοπώλη,
ὅπου ἐμοίαζε μὲ μίαν παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια,
ὀρθὸν πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτου λόγια.
«Ἐτοῦτο τὸ μαχαίρι ἐδῶ ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις
μὲ ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρύλος τό ῾χει ζώσει,
κι ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει.
Ὁ Δὸν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ αὐτὸ τὴ Δόνα Τζούλια
τὴν ὄμορφη γυναίκα του γιατὶ τὸν ἀπατοῦσε.
Ὁ Κόντε Ἀντόνιο μία βραδιὰ τὸ δύστυχο ἀδερφό του
μὲ τὸ μαχαίρι τοῦτο ἐδῶ κρυφὰ δολοφονοῦσε.
Ἕνας Ἀράπης τὴ μικρὴ ἐρωμένη του ἀπὸ ζήλια
καὶ κάποιος ναύτης Ἰταλὸς ἕναν Γραικὸ λοστρόμο.
Χέρι σὲ χέρι ξέπεσε καὶ στὰ δικά μου χέρια.
Πολλὰ ἔχουν δεῖ τὰ μάτια μου, μ᾿ αὐτὸ μοῦ φέρνει τρόμο.
Σκύψε καὶ δές το, μι᾿ ἄγκυρα κι ἕνα οἰκόσημο ἔχει,
εἰν᾿ ἁλαφρύ, γιὰ πιάσε το, δὲν πάει οὔτε ἕνα κουάρτο,
μὰ ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα κάτι ἄλλο ν᾿ ἀγοράσεις»
-Πόσο ἔχει; -Μόνο φράγκα ἑφτά. Ἀφοῦ τὸ θέλεις πᾶρ᾿ το.
Ἕνα στιλέτο ἔχω μικρὸ στὴ ζώνη μου σφιγμένο,
ποὺ ἰδιοτροπία μ᾿ ἔκαμε καὶ τό ῾καμα δικό μου
κι ἀφοῦ κανέναν δὲν μισῶ στὸν κόσμο νὰ σκοτώσω
φοβᾶμαι μὴ καμιὰ φορὰ τὸ στρέψω στὸν ἑαυτό μου...
Γράμμα
στὸν ποιητὴ Καίσαρα Ἐμμανουήλ
«Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα -
τίποτα δὲν μᾶς σώζει...»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.
Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿ αἰώνια ἐναλλαγή,
κάτι ποὺ σχίζει τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,
καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.
Κάτι ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ κοράκι,
ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τὰ χαρτιά·
νὰ φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,
πρὸς κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.
Κάτι ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας μάτια,
ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿ ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,
χαρούμενα καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν
μὲ κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς σώσει.
Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα ποτέ... Σκεφτεῖτε... Ἐγώ.
Ἕνα καράβι... Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ... Νὰ μᾶς πάρει...
Ἕνα καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.
Μία μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.
- Τὰ ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,
τὰ βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,
κι οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.
Οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,
οἱ πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες
κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα
σὰν σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.
Τὰ βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε
παράξενες στὴ γέφυρα ἱστορίες,
γιὰ τοὺς ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,
γιὰ τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.
Ὅταν πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,
τοὺς φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε
καὶ τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,
περνώντας νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.
Μακριά, πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,
κι ὁ ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·
ἐσεῖς τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,
κι ἐγὼ σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.
Καὶ μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο -
μία αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,
κι ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.
Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια
στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει
γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,
θὰ δεῖτε - ἴσως - τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.
Καῖσαρ, ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,
κι ἀπὸ ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,
δὲ θά ῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,
ὁ διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,
ποὺ ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ οἰκτίρετε,
γελώντας καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι.
Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,
τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.
Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,
γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.
Ὁ πιλότος Nagel
Στὸν ποιητὴ Ν. Ράντο
Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγὸς πιλότος στὸ Κολόμπο,
ἅμα ἔδινε κανονικὴ πορεία στὰ καράβια
ποὺ ἔφευγαν γιὰ τοὺς ἄγνωστους καὶ μακρινοὺς λιμένες,
κατέβαινε στὴ βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος
μὲ τὰ χοντρὰ τὰ χέρια του στὸ στῆθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ἕνα παλιὸ χωμάτινο τσιμπούκι,
καὶ σὲ μία γλώσσα βορινὴ σιγὰ μονολογώντας
ἔφευγε μόλις χάνονταν ὁλότελα τὰ πλοῖα.
Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σὲ φορτηγὰ καράβια,
ἀφοῦ τὸν κόσμο γύρισαν ὁλόκληρο, μία μέρα
κουράστηκε κι ἀπόμεινε πιλότος στὸ Κολόμπο.
Μὰ πάντα συλλογίζονταν τὴν μακρινή του χώρα
καὶ τὰ νησιὰ πού ῾ναι γεμάτα θρύλους, τὰ Λοφοῦτεν.
Ὅμως μία μέρα πέθανε στὴν πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σὰν ξεπροβόδισε τὸ Steamer Tank «Fjord Folden»
ὅπου ἔφευγε καπνίζοντας γιὰ τὰ νησιὰ Λοφοῦτεν...
Ἔχω μία πίπα
Στὸν ποιητὴ Ἀπ. Μελαχρινό
Ἔχω μία πίπα ὀλλανδικὴ ἀπὸ ἕνα μαῦρο ξύλο,
ὁποὺ πολὺ παράξενα τὴν ἔχουν σκαλισμένη.
Ἔχει τὸ σχῆμα κεφαλιοῦ Γοργόνας μὲ πλουμίδια.
Κι ἕνας σ᾿ ἐμὲ ναύτης Δανὸς τὴν ἔχει χαρισμένη.
Καὶ μοῦ ῾πε αὐτὸς πὼς μία φορὰ τοῦ τὴν ἐπούλησε ἕνας,
στὴν Ἀλεξάντρεια, ἔμπορος ναρκωτικῶν, Ἀράπης,
καὶ στὸν Ἀράπη - λέει - αὐτόν, τὴν εἶχε δώσει κάποια,
σὲ κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τῆς ἀγάπης.
Πολλὲς φορές, τὶς βραδινὲς σκοτεινιασμένες ὧρες,
ἀνάβοντας τὴν πίπα αὐτή, σὲ μία γωνιὰ καπνίζω,
κι ὁ γκρίζος βγαίνοντας καπνὸς σιγὰ μὲ περιβάλλει,
κάνοντας ἕνα γύρω μου κενό, μαβὶ καὶ γκρίζο.
Καὶ πότε μία ψηλή, ὁ καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ἕνα πόρτο ξενικὸ πολὺ καὶ μακρυσμένο.
Καὶ βλέπω μεσ᾿ στοὺς δρόμους του τοὺς κρύους καὶ βραδιασμένους
νὰ περπατᾶ ἕναν ὕποπτον Ἀράπη μεθυσμένο.
Καὶ βλέπω πάλι, ἄλλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μὲ τὰ πανιά της ἀνοιχτὰ στὸ ἀβέβαιο ν᾿ ἀρμενίζει
κι ἀπάνω στὸ μπαστούνι της νὰ κάθεται ἕνας ναύτης,
νά ῾χει μία πίπα - ὅπως αὐτὴν ἐγὼ - καὶ νὰ καπνίζει.
Ἔχω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τὰ πιὸ παράδοξα ὄνειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά ῾ναι μαγική». Μὰ πάλι λέω: μὴ φταίει
ὁ ἐγγλέζικος βαρὺς καπνὸς καὶ ἡ νευρασθένειά μου;
Ἡ μαϊμοὺ τοῦ ἰνδικοῦ λιμανιοῦ
Κάποτε, σ᾿ ἕνα μακρινὸ λιμάνι τοῦ Ἰνδικοῦ,
δίνοντας μία πολύχρωμη μεταξωτὴ γραβάτα
σ᾿ ἕναν ἀράπη, μία μικρὴν ἀγόρασα μαϊμοὺ
μὲ μάτια γκρίζα, σκοτεινὰ καὶ πονηρία γεμᾶτα.
Ἕνα τσιμπούκι δάγκωνε στὸ στόμα της χοντρὸ
καὶ τό ῾βγαζε ὅταν ἤθελε μονάχα νὰ φυσήσει
ἕναν καπνὸ πολὺ βαρύ, πού, ὡς μοῦ ῾πε ὁ πουλητής,
ἦταν ὀπίου, ποὺ ἀπὸ μικρὴ τὴν εἶχε συνηθίσει.
Τὶς πρῶτες μέρες μοναχὴ στῆς πλώρης μία γωνιά,
ξερνοῦσε καὶ μὲ κοίταζε βουβὴ καὶ λυπημένη,
μὰ σὰν ἐπέρασε καιρός, ἐρχόταν μοναχὴ
κι ὧρες πολλὲς στὸν ὦμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.
Ὅταν στὴ γέφυρα ἔκανα τὴ βάρδια τῆς νυχτὸς
κι ἡ νύστα βασανιστικὰ τὰ μάτια μου ἐτρυποῦσε,
στὸν ὦμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπὴ
καὶ σοβαρὰ μαζὶ μ᾿ ἐμὲ τὸν μπούσουλα ἐκοιτοῦσε.
Στὰ πόρτα τῆς ἀγόραζα μπανάνες καὶ γλυκὰ
κι ἔξω μὲ μι᾿ ἅλυσο μικρὴ τὴν ἔβγαζα δεμένη
κι ἀφοῦ σ᾿ ὅλα καθόμαστε κι ἐπίναμε τὰ μπάρ,
στὸ φορτηγὸ γυρίζαμε κι οἱ δυό μας μεθυσμένοι.
Δὲ θύμωνε καὶ μοῦ ῾δειχνε πολὺ πὼς μ᾿ ἀγαπᾶ,
οὔτε κακὰ τὴν ἄκουσα ποτὲ νὰ μοῦ γρυλίσει.
Φαινόταν πὼς συνήθισε τὶς κακουχίες κι ἐμέ,
κι ἐγὼ σὰν ἕναν ἄνθρωπο τὴν εἶχα συνηθίσει.
Κάποια φορὰ ποὺ ἐπήγαινα μαζί της σκεφτικὸς
ἐξέφυγ᾿ ἀπ᾿ τὰ χέρια μου χαρούμενη καὶ πάει.
Εἶχε προτέρημα πολὺ μεγάλο: νὰ σιωπάει.
Μὰ κάτι εἶχε ἀπ᾿ τὴν ὕπουλη καρδιὰ τῆς γυναικός.
Ἕνας νέγρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί
Τοῦ Ἰ. Πικραμένου
Ὁ Γουίλλη, ὁ μαῦρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί,
ὅταν ἀπ᾿ τὴν βάρδια τοῦ τὴ βραδινὴ σχολοῦσε,
στὴν κάμαρά μου ἐρχότανε, γελώντας νὰ μὲ βρεῖ,
κι ὧρες πολλὲς γιὰ πράματα περίεργα μοῦ μιλοῦσε.
Μοῦ ῾λεγε πῶς καπνίζουνε στ᾿ Ἀλγέρι τὸ χασὶς
καὶ στὸ Ἄντεν πῶς χορεύοντας πίνουν τὴν ἄσπρη σκόνη,
κι ἔπειτα πῶς φωνάζουνε καὶ πῶς μονολογοῦν,
ὅταν ἡ ζάλη μ᾿ ὄνειρα περίεργα τοὺς κυκλώνει.
Μοῦ λέγ᾿ ἀκόμα ὅτ᾿ εἶδ᾿ αὐτός, μία νύχτα πού ῾χε πιεῖ,
πὼς πάνω σ᾿ ἄτι κάλπαζε στὴν πλάτη τῆς θαλάσσης,
καὶ πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μὲ φτερά.
-Σὰν πᾶμε στὸ Ἄντεν, μοῦ ῾λεγε, κι ἐσὺ θὰ δοκιμάσεις.
Ἐγὼ γλυκὰ τοῦ χάριζα καὶ λάμες ξουραφιῶν
καὶ τοῦ ῾λεγα πὼς τὸ χασὶς τὸν ἄνθρωπο σκοτώνει,
καὶ τότε αὐτὸς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μὲ τό ῾να χέρι του ψηλὰ πολὺ νὰ μὲ σηκώνει.
Μὲς στὸ τεράστιο σῶμα του εἶχε μι᾿ ἀθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στὸ μπὰρ Ρετζίνα - στὴ Μαρσίλια
γιὰ νὰ φυλάξει ἐμένα ἀπὸ ἕναν Ἰσπανό,
ἔφαγε αὐτὸς μίαν ἀδειανὴ στὴν κεφαλὴ μποτίλια.
Μία μέρα τὸν ἀφήσαμε στεγνὸ ἀπ᾿ τον πυρετό,
πέρα στὴν Ἄπω Ἀνατολή, νὰ φλέγεται, νὰ λιώνει.
Θεὲ τῶν μαύρων, τὸν καλὸ συγχώρεσε Γουὶλ
καὶ δῶσ᾿ του ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, λίγη ἀπ᾿ τὴν ἄσπρη σκόνη.
Gabrielle
Didot
Τὸ βράδυ ἐτοῦτο κάρφωσε μ᾿ ἐπιμονὴ τὸ νοῦ μου
κάποια γυναίκα ποὺ ἄλλοτες ἐγνώρισα, κοινὴ
ποὺ ὡστόσο αὐτὴ ξεχώριζεν ἀπὸ τὶς ἀδελφές της,
γιατὶ ἦταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη καὶ στυγνή.
Θυμᾶμαι ποὺ τὴν πείραζαν συχνὰ τ᾿ ἄλλα κορίτσια,
γελώντας την γιὰ τὸ ὕφος της τὸ τόσο σοβαρό,
καὶ μεταξύ τους ἔλεγαν, αἰσχρὸ κάνοντας σχῆμα,
πὼς θὰ συνήθιζε κι αὐτὴ σιγὰ μὲ τὸν καιρό.
Κι αὐτή, ψυχρὴ καὶ σιωπηλή, καθόταν στὴ γωνιά της,
ἐνῶ μία γάτα χάϊδευε μὲ αὐτάκια μυτερὰ
κι ἕνα σκυλὶ ποὺ δίπλα της στεκόταν λυπημένο -
ἕνα σκυλὶ ὁποὺ ποτὲ δὲν κούναε τὴν οὐρά.
Κι ἔμοιαζ᾿ ἡ γάτα, ποὺ αὐστηρὴ τὴν κοίταζε στὰ μάτια,
ἡ πλήξη ὡς νά ῾ταν, ποὺ μὲ μάτια κοίταε ζοφερά,
καὶ τὸ σκυλὶ ποὺ ἐδάγκωνε τὸ κάτασπρό της χέρι,
ἡ τύψη ὡς νά ῾ταν ἔμοιαζε, ποὺ ἐδάγκωνε σκληρά.
Πολλὲς φορὲς περίεργες τὴν ἐκυκλῶναν σκέψεις
καὶ προσπαθοῦσε - μοῦ ῾λεγε - συχνὰ νὰ θυμηθεῖ,
τὸ νοῦ τῆς βασανίζοντας τὶς ὧρες τῆς ἀνίας,
ὅσους μαζί της εἴχανε μία νύχτα κοιμηθεῖ.
Ὧρες πολλὲς ἐκοίταζα τὰ σκοτεινά της μάτια
κι ἐνόμιζα πὼς ἔβλεπα βαθιὰ μέσα σ᾿ αὐτὰ
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιὰ τοῦ ἀρχιπελάγους
καὶ καραβάκια ποὺ ἔφευγαν μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιχτά.
Ἀπόψε ἀναθυμήθηκα κάποια κοινὴ γυναίκα
κι ἕνα τραγούδι ἐσκάρωσα σὲ στὺλ μπωντλαιρικό,
ποὺ ὡς τὸ διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε ἀναγνώστη,
γελᾶς γι᾿ αὐτὸν ποὺ τό ῾γραψε, μὲ γέλιο εἰρωνικό.
Οἱ προσευχὲς τῶν ναυτικῶν
Στὸν Θανάση Καραβία
Οἱ Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν,
βρίσκουν στὴν πλώρη μία γωνιὰ ποὺ δὲν πηγαίνουν ἄλλοι
κι ὥρα πολλὴ προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοὶ
μπρὸς σ᾿ ἕνα Βούδα κίτρινο ποὺ σκύβει τὸ κεφάλι.
Κάτι μακριὰ ὡς τὰ πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οἱ ὠχροκίτρινοι μικροὶ κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε μὲ τὴν ψιλὴ φωνή τους προσευχὲς
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα ποὺ καπνίζει.
Οἱ Κούληδες μὲ τὴ βαριὰ ὠχροκίτρινη μορφὴ
βαστᾶν σκυφτοὶ τὰ γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οἱ Ἀράπηδες σιγοκουνᾶν τὸ σῶμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ἐνάντια τοῦ θανάτου.
Οἱ Εὐρωπαῖοι τὰ χέρια τους κρατώντας ἀνοιχτά,
ἐκστατικὰ προσεύχονται γεμάτοι ἀπὸ ἱκεσία,
καὶ ψάλλουνε καθολικὲς ᾠδὲς μουρμουριστά,
ποὺ ἐμάθαν ὅταν πήγαιναν μικροὶ στὴν ἐκκλησία.
Καὶ οἱ Ἕλληνες, μὲ τὴ μορφὴ τὴ βασανιστική,
ἀπὸ συνήθεια κάνουνε, πρὶν πέσουν, τὸ σταυρό τους
κι ἀρχίζοντας μὲ σιγανὴ φωνὴ «Πάτερ ἡμῶν...»
τὸ μακρουλὸ σταυρώνουνε λερὸ προσκέφαλό τους.
A bord de l᾿ «Aspasia»
Ταξίδευες κυνηγημένη ἀπὸ τὴ μοίρα σου
γιὰ τὴ κατάλευκη μὰ πένθιμη Ἑλβετία,
πάντα στὸ deck, σὲ μία σαὶζ-λὸγκ πεσμένη, κάτωχρη
ἀπ᾿ τὴ γνωστὴ καὶ θλιβερότατη αἰτία.
Πάντοτε ἀνήσυχα οἱ δικοί σου σὲ τριγύριζαν,
μὰ ἐσὺ κοιτάζοντας τὰ μάκρη ἀδιαφοροῦσες.
Σ᾿ ὅτι σοῦ ῾λεγαν πικρογέλαγες, γιατ᾿ ἔνιωθες
πὼς γιὰ τὴ χώρα τοῦ θανάτου ὁδοιποροῦσες.
Κάποια βραδιά, ποὺ ἀπὸ τὸ Στρόμπολι περνούσαμε
εἶπες σὲ κάποιον γελαστή, σὲ τόνο ἀστείου:
«Πῶς μοιάζει τ᾿ ἄρρωστο κορμί μου, καθὼς καίγεται,
μὲ τὴν κορφὴ τὴ φλεγόμενη τοῦ ἡφαιστείου!»
Ὕστερα σ᾿ εἶδα στὴν Μαρσίλια σὰν ἐχάθηκες
μέσα στὸ θόρυβο χωρὶς νὰ στρέψεις πίσω.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνο τὴν ὑγρὴ ἔκταση ἀγάπησα,
λέω πὼς ἐσένα θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀγαπήσω.
Γράμμα
ἀπ᾿ τὴ Μαρσίλλια
Ἔσχισα, φίλε μου, πολλὰ χαρτιὰ γιὰ νὰ σοῦ γράψω.
Ἐδῶ ἡ Μαρσίλλια μ᾿ ἔκαμε πολὺ νὰ ζαλιστῶ,
κι ὅμως δὲν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, ἀγαπητέ μου,
χωρὶς καὶ μὲς στὴ ζάλη μου νὰ σᾶς συλλογιστῶ.
Σᾶς ἐσκεφτόμουν στὸ Μπουλβὰρ ντὲ Ντὰμ σὰν περπατοῦσα
ἀνάμεσα σὲ δυὸ τροτὲζ ποὺ ἐκάναν σὰν τρελές,
ἐνῶ μιλώντας δυνατὰ τριγύρω μας περνοῦσαν
ἀνθρῶποι ἀπ᾿ ὅλες, θά ῾λεγες, τοῦ κόσμου τὶς φυλές.
Κι ἔπειτα πάλι στὴ μεστὴ ἀπὸ κόσμο Κανναμπιέρα,
στὸ Πόρτο Βέκκιο, στὴν τεφρὴν ὁδὸ Σαὶντ Ὁνορέ,
κι ἀκόμα, συγχωρῆστε με, σᾶς ἔνιωθα μαζί μου
στὰ θορυβώδη καὶ γιομᾶτα κόσμο καμπαρέ.
Βορινοὶ ναῦτες μπλέκονται μὲ θερμαστὲς τοῦ Νότου,
στὰ γόνατά τους κάθονται κορίτσια τῆς δουλειᾶς,
παίζει τὸ πιάνο μοναχὸ καὶ μία μικρὴ σφυρίζει
ἕναν παράταιρο σκοπὸ μία μελωδίας παλιᾶς.
Κι ὕστερα σὰν ἀπ᾿ τὸ Ταρτὰν ἐβγῆκα μεθυσμένος
καὶ νόμιζα τὸ σῶμα μου ἀνάξιο καὶ μικρό,
πολὺ κοντὰ σᾶς ἔνιωθα νὰ μοῦ χαμογελᾶτε
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ παράξενο τὸ γέλιο, τὸ πικρό.
Καὶ μόνον ὅταν στὴν Κορνίς, σὲ κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω ἀπὸ ἑβραίους πού ῾χανε μὲ γυναικεῖα ντυθεῖ,
σᾶς ἔχασα γιὰ μία στιγμὴ ἀπ᾿ τὰ μάτια μου, μοῦ ἐφάνη
ὁ φύλακάς μου ὁ ἄγγελος πὼς εἶχε πιὰ χαθεῖ.
Αὔριο φεύγω καὶ μαζί μου φέρνω στὴν Ἀθήνα
ἀναμνησες παράξενες, πολλές, μὲ τὸ σωρὸ
καὶ κάποιο δῶρο θλιβερό, προϊὸν τῆς Μασσαλίας
ποὺ μία Πωλὶν μοῦ χάρισε προχθὲς στὰ Numeros...
Ὁ πλοίαρχος Φλέτσερ
* Ὁ Γερμανὸς ἐμποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ ἐξώκειλε
στὸν Ματαπᾶ μὲ τὸ φορτηγὸ «Σχέλδ», γιατὶ λόγῳ ὁμίχλης
δὲν μπόρεσε ἐπὶ μέρες νὰ κατεβάσει τὸν ἥλιο μὲ τὸν ἑξάντα.
Τρελάθηκε καὶ πέθανε στὸν Πειραιᾶ ἀπὸ ἡλίαση.
Στὸν ποιητὴ Κώστα Οὐράνη
Ὁ πλοίαρχος Φλέτσερ ἔριξε τὸ «Σχὲλδ» στὸν Ματαπᾶ
μία μέρα ποὺ τῶν θαλασσῶν παλεῦαν τὰ στοιχεῖα,
γιατὶ ἥλιος δὲν φαινότανε τὸ στίγμα του νὰ βρεῖ
οὔτε μποροῦσε ἀπ᾿ τὶς στεριὲς νὰ πάρει ἀντιστοιχία.
Κι αὐτὸ στὸ μέρος ποὺ ἔπεσεν ἐσφήνωσε βαθιά,
τόσο ποὺ οἱ βράχοι οἱ μυτεροὶ μεμιᾶς τὸ καταστρέψαν,
μὰ τίποτ᾿ ἀπ᾿ τὸ πλήρωμα δὲν ἔπαθε κανεὶς
κι ὅλοι μὲ κάποιο ρυμουλκὸ στὸν Πειραιᾶ ἐπιστρέψαν.
Σὲ λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μία μελαγχολική, στυγνὰ θλιμμένη συνοδεία,
κι ἔμεινε ὁ Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στὸ πιοτὸ
τὴν πίκρα του στὰ βρωμερὰ νὰ πνίξει καφωδεῖα.
Κοντός, μὲ τὸ πηλίκιο του, τὸ γεῖσο τὸ χρυσό,
καὶ μὲ τὰ τέσσερα χρυσὰ γαλόνια του, τ᾿ ἀστέρια,
ἔμπαινε μόλις ἄρχιζε ν᾿ ἁπλώνεται ἡ νυχτιά,
καὶ τὴν αὐγὴν ἀναίσθητο τὸν βγάνανε στὰ χέρια.
Μὰ τὰ γαλόνια ξέφτισαν καὶ σχίστηκε ἡ στολή,
τὰ ὡραῖα του ροῦχα ἐπούλησε, τὴν πέτσινή του τσάντα,
κι ἕνα ἐργαλεῖον ἐκράτησε μονάχα, ναυτικό,
τ᾿ ὄργανο ἐκεῖνο ποὺ μετρᾶν τὸν ἥλιο, τὸν ἑξάντα.
Ἡ στεναχώρια καὶ τὸ ἀλκοὸλ δουλεύοντας σιγά,
μέρα τὴ μέρα σ᾿ ἕνα χαῖνον χάσμα τὸν ὠθοῦσαν.
Τρελάθηκε. Τὸν πείραζαν στοὺς δρόμους τὰ παιδιά,
κι οἱ ψεῖρες πάνω στὰ ξανθά του γένια ἐπερπατοῦσαν.
Ὅταν ὁ ἥλιος φλόγιζε τὸν ἀττικὸ οὐρανό,
αὐτὸς μὲ τὸν ἑξάντα του στὸ χέρι ἐξεκινοῦσε,
τὸ ὕψος γοργὰ ὑπολόγιζε σὲ μία μαούνα ὀρθός,
κι ὕστερα αἰσχρὰ μουντζώνοντας τὸν ἥλιο, ἐβλαστημοῦσε.
Μὰ κάποια μέρα βλέποντας μὲ τ᾿ ὄργανο ψηλά,
ἔφυγε γιὰ τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ θανάτου,
ἐνῶ σιγὰ σὰν πάντοτε, φαιδρὸς καὶ φλογερός,
ὁ ἥλιος τὴν κανονικὴ διέσχιζε τροχιά του.
Γράμμα
ἑνὸς ἀρρώστου
Φίλε μου Ἀλέξη, τό ῾λαβα τὸ γράμμα σου
καὶ μὲ ρωτᾶς τί γίνομαι, τί κάνω;
Μάθε, ὁ γιατρὸς πὼς εἶπε στὴ μητέρα μου
ὅτι σὲ λίγες μέρες θὰ πεθάνω...
Εἶναι καιρὸς ὅπου ἔπληξα, διαβάζοντας
ὅλο τὰ ἴδια ποὺ ἔχω ἐδῶ βιβλία,
κι ὅλο ἐποθοῦσα κάτι νέο νὰ μάθαινα
ποὺ νὰ μοῦ φέρει λίγη ποικιλία.
Κι ἦρθεν ἐχθὲς τὸ νέο ἔτσι ἀπροσδόκητα
-σιγὰ ὁ γιατρὸς στὸ διάδρομο ἐμιλοῦσε-
καὶ τ᾿ ἄκουσα. Στὴν κάμαρα ἐσκοτείνιαζε
κι ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου ἐσταματοῦσε.
Ἔκλαψα βέβαια, κάτω ἀπ᾿ τὴν κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Γιὰ σκέψου, τόσο νέος!
Μὰ στὸν ἑαυτό μου ἀμέσως ὑποσχέθηκα
πὼς θὰ φανῶ, σὰν πάντοτε, γενναῖος.
Θυμᾶσαι, ποὺ ταξίδια ὀνειρευόμουνα
κι εἶχα ἕνα διαβήτη κι ἕνα χάρτη
καὶ πάντα γιὰ νὰ φύγω ἑτοιμαζόμουνα
κι ὅλο ἡ μητέρα μοῦ ῾λεγε: Τὸ Μάρτη...
Τώρα στὸ τζάμι ἕνα καράβι ἐσκάρωσα
κι ἕνα τοῦ Μὰγκρ στιχάκι ἔχω σκαλίσει:
«Τί θλίψη στὰ ταξίδια κρύβεται ἄπειρη!»
Κι ἐγὼ γιὰ ἕνα ταξίδι ἔχω κινήσει.
Νὰ πεῖς στοὺς φίλους χαιρετίσματα,
κι ἂν τύχει κι ἀνταμώσεις τὴν Ἑλένη,
πὼς μ᾿ ἕνα φορτηγὸ -πές της- μπαρκάρισα
καὶ τώρα πιὰ νὰ μὴ μὲ περιμένει...
Ἀλήθεια! Ὁ Χάρος ἤθελα νὰ ῾ρχότανε
σὰν ἕνας καπετάνιος νὰ μὲ πάρει
χτυπώντας τὶς βαριὲς πέτσινες μπότες του
κι ἕνα μακρὺ τσιμπούκι νὰ φουμάρει.
Ἀλέξη, νιώθω τώρα πὼς σ᾿ ἐκούρασα.
Μπορεῖ κιόλας νὰ σ᾿ ἔκαμα νὰ κλάψεις.
Δὲ θά ῾βρεις, βέβαια, λόγια γιὰ μι᾿ ἀπάντηση.
Μὰ δὲ θὰ λάβεις κόπο νὰ μοῦ γράψεις...
Mal
Du Depart
Στὴν ἀδερφή μου Ζένια
Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ πεθάνω μία βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.
Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ
θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα,
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.
Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τά ῾χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ᾿ ὅποιον ρωτᾶ
«Ἦταν μία λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει...»
Μὰ ὁ ἑαυτός μου μία βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει,
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ,
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίχτη θὰ χτυπήσει.
Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.
Ἡ πλώρη μας
Στὸν Θ. Λιαροῦτσο
Ἦταν ἡ πλώρη μας καθὼς τῶν φορτηγῶν οἱ πλῶρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, ποὺ ἐμύριζαν βαριά,
μ᾿ ἕνα τραπέζι ξύλινο στὴ μέση, λερωμένο
καὶ σκαλισμένο σὲ πολλὲς μεριὲς μὲ τὸ σουγιᾶ.
Εἶχε δεξιὰ κι ἀριστερά, ἀπάνω τό ῾να στ᾿ ἄλλο,
τὰ ξύλινα κρεβάτια μας στὰ πλάγια κολλητά,
ποὺ ἔμοιαζαν, μέσα στὸ θαμπόν, ἀνάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα ποὺ ξεχάστηκαν καὶ μείναν ἀνοιχτά.
Σὲ μία γωνιὰ τὸ ἁρμάρι μας, ἀπ᾿ ἔξω στολισμένο
μὲ ζωγραφιὲς χρωματιστὲς ἀπὸ περιοδικὸ
ἢ γαλλικὲς φωτογραφίες αἰσχρές, ποὺ παρασταίνουν
τὸ ἁμάρτημα τῆς ἡδονῆς τὸ προπατορικό.
Πάντα βασίλευε σιγὴ θανατερὴ ἐκεῖ μέσα
καὶ περπατούσαμε ὅλοι μας στὶς μύτες τῶν ποδιῶν,
κι ἦταν στιγμὲς ποὺ νόμιζες πὼς ἄκουες νὰ χτυποῦνε
σὰν τὸ ρολόι, μὲς στὴ σιγή, οἱ χτύποι τῶν καρδιῶν.
Κι ἔκοβε μόνο τὴ σιγὴν ὁ χτύπος τῆς καμπάνας
ποὺ ἀπάνω στὸ καμπούνι, ἀργά, χτυποῦσε τῶν ὡρῶν
τὸ πέρασμα, μ᾿ ἕνα βαρὺ μὰ λυπημένο ἦχο,
ποὺ πνίγονταν μὲς στὴ βοὴ τοῦ ἀγέρα ἢ τῶν νερῶν.
Τὶς Κυριακές, σὰν εἴχανε δουλειὰ μονάχα οἱ βάρδιες,
σ᾿ αὐτὴν ἐμαζευόμαστε κι ἀνάβαμε φωτιὰ
κι ἢ αἰσχρές, σιγά, γιὰ τὶς γυναῖκες λέγαμε ἱστορίες
ἢ τὸ φαΐ μας παίζαμε μὲ πεῖσμα στὰ χαρτιά.
Στὴν πλώρη αὐτὴ κατάστρεψα τὸν ἤρεμο ἑαυτό μου
καὶ σκότωσα τὴν τρυφερὴ παιδιάτικη ψυχή.
Ὅμως ποτὲ δὲ μ᾿ ἄφησε τὸ ἐπίμονο ὄνειρό μου
καὶ πάντα ἡ θάλασσα πολλὰ μοῦ λέει, ὅταν ἀχεῖ.
William
George Allum
Ἐγνώρισα κάποια φορὰ σ᾿ ἕνα καράβι ξένο
ἕναν πολὺ παράξενο Ἐγγλέζο θερμαστή,
ὅπου δὲν μίλαγε ποτὲ κι οὔτε ποτὲ εἶχε φίλους
καὶ μόνο πάντα ἐκάπνιζε μία πίπα σκαλιστή.
Ὅλοι ἔλεγαν μία θλιβερὴ πὼς εἶχε ἱστορία
κι ὅσοι εἶχαν στὸ στόκολο μὲ δαῦτον ἐργαστεῖ
ἔλεγαν ὅτι κάποτες, ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ ὡς τὰ νύχια,
εἶχε σὲ κάποιο μακρινὸ τόπο στιγματιστεῖ.
Εἶχε στὰ μπράτσα του σταυρούς, σπαθιὰ ζωγραφισμένα,
μία μπαλαρίνα στὴν κοιλιά, ποὺ ἐχόρευε γυμνὴ
κι ἀπὰ στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς στιγματισμένη εἶχε
μὲ στίγματ᾿ ἀνεξάλειπτα μίαν ἄγρια καλλονὴ ...
Κι ἔλεγαν ὅτι τὴ γυναίκα αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει
μ᾿ ἄγριαν ἀγάπη, ἀκράτητη, βαθιὰ κι ἀληθινὴ
κι αὐτὴ πὼς τὸν ἀπάτησε μὲ κάποιο ναύτη Ἀράπη
γιατὶ ἤτανε μία ἀναίσθητη γυναίκα καὶ κοινή.
Τότε προσπάθησε αὐτὸς νὰ διώξει ἀπὸ τὸ νοῦ του
τὴν ξωτικὴ ποὺ ἀγάπησε, τόσο βαθιά, ὀμορφιὰ
κι ἀπὸ κοντά του ἑξάλειψεν ὅ,τι δικό της εἶχε,
ἔμεινεν ὅμως στῆς καρδιᾶς τὴ θέση ἡ ζωγραφιά.
Πολλὲς φορὲς στὰ σκοτεινὰ τὸν εἴδανε τὰ βράδια
μὲ βότανα στὸ στῆθος του νὰ τρίβει, οἱ θερμαστὲς ...
Τοῦ κάκου, γνώριζε αὐτὸς - καθὼς τὸ ξέρουμ᾿ ὅλοι -
ὅτι τοῦ Ἀννὰμ τὰ στίγματα δὲν βγαίνουνε ποτὲς ...
Κάποια βραδιὰ ὡς περνούσαμε ἀπὸ τὸ Bay of Bisky
μ᾿ ἕνα μικρὸ τὸν βρήκανε στὰ στήθια τοῦ σπαθί.
Ὁ πλοίαρχος εἶπε: «Θέλησε τὸ στίγμα του νὰ σβήσει»
καὶ διάταξε στὴ θάλασσα τὴν κρύα νὰ κηδευτεῖ.
Καφάρ
Στὸ Γιῶργο Παπᾶ
Νὰ ζεῖς στὴν ἴδια πολιτεία παντοτινὰ
καὶ νά ῾χεις τῶν ἀναχωρήσεων τὴ μανία,
μὰ φεύγοντας ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο τὰ βραδινὰ
νὰ κάνεις ὀφθαλμοπορνεῖα στὰ καφενεῖα.
Ἄλλοτες εἴχαμε τὰ πλοῖα κρυφὸ σκοπό,
μὰ ὁ κόσμος ἔγινε σὰν ἀδειανὴ φυλλάδα,
εἶναι τί ἴδιο πιὰ νὰ μένεις στὴν Ἑλλάδα
μὲ τὸ νὰ ταξιδεύεις στὸ Fernando Po.
Τὰ φορτηγὰ εἶναι κακοτάξιδα κι ἀργοῦν,
μὲς στὰ ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
τὸ νὰ φορτώνεις μῆνες ρύζια στὸ Ραγκοῦν
εἶν᾿ ἕνα πράγμα ποὺ σκοτώνει τοὺς ἀρτίστες.
Οἱ πόλοι γίνανε σὲ μᾶς πολὺ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλὲς φορὲς τὸ Βόρειο Σέλας
κι ἔχουν οἱ πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεῖ
ἀπὸ ἀδειανὰ κουτιὰ σπανιόλικης σαρδέλλας.
Στὴν Ταϊτὴ ἔζησε μῆνες κι ὁ Λοτί,
ἂν πᾶς λιγάκι παρακάτου, στὶς Μαρκίζες,
ποὺ ἄλλοτες τρώγανε μπανάνες κι ἄγριες ρίζες,
καλλυντικὰ τώρα πουλᾶνε τοῦ Coty.
Οἱ Γιαπωνέζες, τὰ κορίτσια στὴ Χιλή,
κι οἱ μαῦρες του Μαρόκου ποὺ πουλᾶνε μέλι,
ἔχουν σὰν ὅλες τὶς γυναῖκες τὰ ἴδια σκέλη
καὶ δίνουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ φιλί.
Ἡ αὐτοκτονία, προνόμιο πιὰ στὰ θηλυκά-
κάποτε κάναμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ σκέψη.
Πεθαίνεις πιὸ σιγὰ μὲ τὰ ναρκωτικά,
μὰ τελευταία κι αὐτὰ τἄχουν νοθέψει.
Coaliers
Στὸ Ν. Φαμελιάρη
Σὲ πολιτεῖες τοῦ Καναλιοῦ, στὸ Λίβερπουλ, στὸ Σουὰνς
βλέπει κανεὶς πρωὶ πρωί, στοὺς ντόκους μὲ τὰ κρένια,
κάποιους ποὺ ἐνῷ δὲ μοιάζουνε πολὺ γιὰ ναυτικοί,
πρὸς τὰ καράβια ὁδεύουνε γελώντας δίχως ἔννοια.
Πέντ᾿ ἕξι ὀργιὲς τὰ μπάρκα τους κι ὅμοια τόσο πολύ,
ποὺ ὡς νὰ τὰ βροῦν κουράζονται πολλὲς φορὲς στὴ ράδα.
Πλώρη ψηλὴ ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο τους ταξίδι μία βδομάδα.
Ἕνα βρακὶ ἀσιδέρωτο φορᾶνε βρωμερὸ
καὶ μία φανέλα ἀπὸ φιλὲ χειμώνα καλοκαίρι,
ἕνα μαντίλι τῆς φωτιᾶς δεμένο στὸ λαιμὸ
καὶ περπατᾶν τρεκλίζοντας πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι.
Ὅμως περνοῦν τὸ τρομερὸ κανάλι τοῦ Saint George
κι ὀρθοπλωρίζουνε γιὰ κεῖ ποὺ κυβερνάει πούσι,
ποὺ τὰ καραβοφάναρα, βογγώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τὸν ἄμαθο ποὺ θὰ τὰ πρωτακούσει.
Περήφανα τοῦ Ἀτλαντικοῦ διαβαίνουν τὰ νερά,
τῶν φαναριῶν ἀκολουθώντας πάντα τὶς σειρῆνες,
χορεύοντας ἕνα χορὸ στὰ κύματ᾿ ἀλαφρό,
ποὺ οἱ ναυτικοὶ τῶν φορτηγῶν τὰ λέμε μπαλαρίνες.
Οἱ Φλαμαντέζοι ναυτικοὶ γελᾶν καὶ λένε πὼς
οἱ Ἐγγλέζοι τοὺς πνιγμένους τοὺς κλαῖνε μία μέρα μόνο
μ᾿ ἂν ἤθελαν περισσότερο δὲ θά ῾χανε καιρό:
δέκα ἀπ᾿ αὐτὰ σὰν φύγουνε, γυρνᾶνε πέντε μόνο.
Ἀπὸ συνήθεια παίρνουνε σὲ χρῆμα τὴν τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χὰμ κι ἕνα κουτὶ μὲ βρώμη
μὰ τό ῾χουν προτιμότερο νὰ πιοῦνε τὰ λεφτά,
πρὶν φύγουν καὶ νὰ τοὺς τραβοῦν στερνὴ στιγμὴ οἱ λοστρόμοι.
Μὰ εἶναι τὰ πιὸ καλύτερα ποὺ γνώρισα παιδιὰ
μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυὸ δυὸ πιασμένοι,
καὶ δίχως νὰ τὸ νιώσουνε καλά, πολλὲς φορὲς
βουλιάζουν μὲ τὰ μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.
Μαύρη
λίστα
Στὸν Π. Τζόανο
Εἶναι κάτι μεσόκοποι καπεταναῖοι Ἐγγλέζοι,
ποὺ φάγανε τὰ νιάτα τους στὶς γέφυρες ἀπάνω,
σὲ βάρδιες ἐξαντλητικές, κοιτώντας τὰ φανάρια,
σὲ θεωρίες παράξενες γιὰ στίγματα, γιὰ μήκη,
ποὺ ὅλη στὸ νοῦ τους κλείσανε τὴ ναυτικὴ ἐπιστήμη.
Μὰ θὲς ἀπὸ τὴν κούραση ἢ ἀπ᾿ τὸ πολὺ ποὺ ἐπίναν
ἔπεσαν ἔξω, τὸ μεγάλο δίπλωμα τοὺς πῆραν,
στὴ «Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι ἕνα χαρτὶ τοὺς δώσαν,
ἕνα χαρτὶ ποὺ δίνουνε μονάχα στοὺς λοστρόμους.
Καὶ τότε αὐτοί, ἀπὸ κούραση κι ἀπὸ πικρία γιομάτοι,
στὶς πολιτεῖες τους μείνανε καὶ δὲν ἑξαναφύγαν.
Ξέρω κάτι μεσόκοπους Ἐγγλέζους καπετάνιους,
ἀλκολικούς, μὲ τὶς χρυσὲς ποὺ σχίστηκαν στολές τους,
ποὺ ὅλη τὴ μέρα μὲς στὰ μπὰρ γυρίζουνε καὶ πίνουν,
τσίκλα μασᾶν, αἰσχρολογοῦν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μὰ σὰν βραδιάσει κι ἀρχινᾶν νὰ φεύγουν τὰ καράβια,
κάνοντας μέσα στὰ νερὰ τοῦ λιμανιοῦ μπρὸς πίσω,
βγαίνουν αὐτοὶ καὶ κρίνουνε μὲ πεῖσμα τὶς μανοῦβρες.
Πολλὲς φορὲς μαλώνουνε, παίζουν γροθιὲς καὶ βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικὰ τοῦ Σέφιλντ σκουριασμένα.
χτυπιοῦνται καὶ πεθαίνουνε πάνω σὲ μπάλες κάμποτ
ἢ σὲ τσουβάλια ἀπ᾿ τὸ Penang μπαχαρικὰ γιομάτα.
Παραλληλισμοί
Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.
Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.
Μ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου